20.8 C
Αθήνα
Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024, 22:41
ΙΣΤΟΡΙΑΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ἡ σπουδαιότης τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου κατά τό δόγμα Mackinder – Μια φυλακή στην οποία ατύπως έχει εγκλωβιστεί η χώρα μας

Η πορεία προς την εθνική ανεξαρτησία 

ΦΩΤΟ ἐδῶ

 Όπως ήδη φάνηκε, η 21η Απριλίου, αν και απότοκος της ανησυχίας του Ν.Α.Τ.Ο. και των Ισραηλινών ως προς τη ρωσική ‘κάθοδο’ στη Μεσόγειο, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθεστώς «αμερικανόδουλο». Ο ίδιος ο Γ. Παπαδόπουλος άλλωστε ταχύτατα άλλαξε την πορεία που μέχρι τότε τηρούσε το Ελληνικό Κράτος. Ήδη το καλοκαίρι του 1967, πράγματι, έγινε σαφές στο υπουργείο Εξωτερικών ότι η χώρα μας έμελλε να κρατήσει ως προς την αραβοϊσραηλινή διένεξη ουδετερότητα μεν αλλά ευμενή προς τους Άραβες στάση δε. Αυτό έμελλε τελικώς να φέρει την Ελλάδα σε αντίθεση τόσο με το Ισραήλ όσο και με ορισμένα πάγια δεδομένα της εξωτερικής μας πολιτικής. Η φιλοαραβική, πράγματι στάση που –παραδοσιακώς αλλά επιφανειακώς τηρούσε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών δεν ήταν, έως τότε, ειλικρινής. 


Ο Κ. Καραμανλής π.χ. σταθερώς παραλλήλιζε Gamal Abdel Nasser με τον Μακάριο και τόνιζε το παράδοξο του γεγονότος ότι, ενώ και οι δύο [Μακάριος και Nasser] κατέστρεψαν τις χώρες τους, θεωρήθηκαν εθνικοί ήρωες από τους λαούς τους. Σε επαφές, επιπλέον, που είχε ο Κ. Καραμανλής με τον Nasser, ο πρώτος απέτρεπε τον δεύτερο από επιθετικές ενέργειες κατά του Ισραήλ: Πρώτα έπρεπε (κατά τον Καραμανλή) να επιχειρηθεί η σε δεκαετή χρονική βάση ανασυγκρότηση της Αιγύπτου και μετά να αρχίσουνε «πολεμικές περιπέτειες» με τους Ισραηλινούς. Τη γραμμή αυτή, που ουσιαστικώς εσήμαινε αποχώρηση της Αιγύπτου από την κατά των Ισραηλινών αραβική συμπαράταξη, έμελλε να ακολουθήσει ο διάδοχος του Nasser, Anwar Sadat. Υπογράφηκαν, πράγματι, το 1978, οι περιβόητες ισραηλινοαιγυπτιακές συμφωνίες του Camp David, που όμως επέφεραν καταστροφικών διαστάσεων αναταραχή στην Αίγυπτο – με αύξηση της διαφθοράς, οικονομική καταβαράθρωση και τελικώς τη θανάτωση του, το 1981, του ίδιου του Sadat. 

Ο Γ. Παπαδόπουλος, πάντως, και οι συνεργάτες του εκ βάθρων μετέβαλαν την ελληνική εξωτερική πολιτική. Η μεταβολή εκδηλώθηκε τον Φεβρουάριο του 1971, οπότε ο Στυλιανός Παττακός επισκέφθηκε το Κάϊρο και, προτείνοντας εκεί τη συγκρότηση μιας «Μεσογειακής Κοινοπολιτείας», δήλωσε ότι «η Ελλάς αντιμετωπίζει [πια] τους Άραβας φιλικώς».

ἐδῶ

Τον ίδιο χρόνο άλλωστε πραγματοποιήθηκε και μία – ευφυής προσέγγιση με την Αλβανία. Αποκαταστάθηκαν, πράγματι, οι διπλωματικές σχέσεις της χώρας μας με τη γείτονα, αλλά παράλληλα διατηρήθηκε από την ελληνική πλευρά το από τον Οκτώβριο του 1940 εμπόλεμο καθεστώςώστε να υπάρχει μέσο πίεσης προς όφελος των Βορειοηπειρωτών. Κατά τη διετία 1972-1973 επιπλέον, οπότε είχε ολοκληρωθεί η οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας μας, υλοποιήθηκαν τρεις πρωτοβουλίες οι οποίες αποσυνέδεσαν την Ελλάδα από τους παραδοσιακούς δυτικούς προστάτες της και επέβαλαν μια καινούργια αξιολόγηση της όλης θέσης της στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Συγκεκριμένα:

Α) Το 1972 απορρίφθηκε αίτημα μόνιμου ελλιμενισμού πλοίων του Αμερικανικού 6ου Στόλου στον Πειραιά. Το γεγονός υπήρξε η πρώτη και, όπως φαίνεται, τελευταία ισχυρή αντίδραση κατά του ελέγχου που ήδη από τον 19ο αιώνα κατάφεραν να ασκούν στη χώρα μας οι δημοκρατικές Δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής. Τον Ιανουάριο του 1973, βέβαια, υπογράφηκε ελληνοαμερικανική συμφωνία, όπου προβλέπονταν «λιμενικές διευκολύνσεις» προς τους Αμερικανούς. Αλλά η σύναψη της συμφωνίας αυτής δεν ήτανε αρκετή, ώστε να απαλείψει το σοκ της άρνησης του 1972. 

Β) Περίπου κατά την ίδια χρονική περίοδο δόθηκε στον Σοβιετικό (= Ρωσικό) Στόλο δικαίωμα να στήσει αγκυροβόλιο κοντά στα ΚύθηραΉταν η πρώτη φορά που ανοιχτά παραβιαζόταν το δόγμα Mackinder, το οποίο αποτελεί τη ατύπως θεσμική ‘φυλακή’ όπου έχει εγκλωβιστεί η Πατρίδα μας. Και αξίζει, βέβαια, στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι τον Δεκέμβριο του 1969 κιόλας είχε θεμελιωθεί, στο Κερατσίνι, ατμοηλεκτρικό εργοστάσιο της Δ.Ε.Η., που ήτανε σοβιετικής κατασκευής.

Γ) Λίγο πριν από την έναρξη της τέταρτης αραβοϊσραηλινής σύρραξης, της γνωστής ως «πόλεμος του Yom Kippur» (6-25 Οκτωβρίου 1973), προσωπικώς ο Henry Kissinger ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση άδεια ανεφοδιασμού των αμερικανικών αεροπλάνων που θα ενίσχυαν τους Ισραηλινούς στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος απέρριψε το αίτημα αυτό, χαρακτηρίζοντας μάλιστα συλλήβδην τους Αμερικανούς ως «γκάνγκστερς».

Η στάση αυτή δεν αποτελούσε μόνο μια οπωσδήποτε δικαιολογημένη προσβολή στο πρόσωπο του «Γερμανοεβραίου», ο οποίος είχε καταφέρει πλήρως να ελέγχει την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά και δημιουργούσε πραγματικό κίνδυνο σε βάρος του Ισραήλ. (Ο πόλεμος του Yom Kippur υπήρξε, ως γνωστόν, εκείνος στη διάρκεια του οποίου οι Άραβες είχανε πλησιάσει τη νίκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.) Με λίγα λόγια, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος αποτίνασσε την οιονεί ισραηλινή προστασία, υπό την οποία είχε εκκολαφθεί το καθεστώς της 21ης Απριλίου, και παράλληλα τηρούσε γενικώς στάση, συνέπεια της οποίας θα ήταν η πλήρης ανατροπή της δεδομένης τάξης πραγμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο. (Και αξίζει στο σημείο αυτό να θυμηθεί κανείς το σύνθημα που συχνά επαναλάμβανε από τη μεταπολίτευση του 1974 και μετά ο Κωνσταντίνος ΚαραμανλήςΑνήκομεν εις την Δύσιν, για να εκτιμήσει την εμβέλεια της προσπάθειας ανεξαρτοποίησης στην οποία είχε αποδυθεί ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.) 

Λογικά πάντως αυτός ο τελευταίος έπρεπε να προετοιμαστεί, ώστε να αντιμετωπίσει προσπάθεια ανατροπής του. Περιέργως, δεν έστερξε να κάνει κάτι τέτοιο, αν και προειδοποιήθηκε εγκαίρως τόσο από τον τότε Βρεταννό πρέσβυ στην Αθήνα όσο και από άτομα από τον κύκλο του Αριστοτέλη Ωνάση. Πέρα από όλα τα άλλα, φαίνεται πως είχε την πεποίθηση ότι, επειδή σε ορισμένα θέματα, εμφανώς ανώδυνα τότε για την Ελλάδα, ακολουθούσε τις έμμεσες υποδείξεις των Αμερικανών, θα βρισκότανε τελικά ‘εξιλεωμένος’ στα μάτια των ιθυνόντων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Τέτοιες προσπάθειες συμμόρφωσης με τις αμερικανικές υποδείξεις είναι δυνατόν να θεωρηθούν τόσο η αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων με την Αλβανία το 1971 όσο και –κυρίως- η επίσημη επίσκεψη, από τις 20 έως τις 27 Μαΐου 1973, του Νικόλαου Μακαρέζου στην κομμουνιστική Κίνα. Ήτανε 15 περίπου μήνες μετά την εκεί μετάβαση –μετά από σύσταση του Kissinger, ο οποίος έβλεπε στην Κίνα τον ασφαλέστερο για την Αμερική αντίπαλο της Ρωσίας- του Προέδρου των Η.Π.Α. Richard Nixon. Το καθεστώς της 21ης Απριλίου ακολούθησε τη γραμμή που είχε χαράξει ο Kissinger, με την ελπίδα πως θα άνοιγε στην ελληνική οικονομία η τεράστια κινεζική αγορά. Τα αποτελέσματα όμως σε αυτόν ειδικώς τον τομέα υπήρξαν πενιχρά. 

Οι Κινέζοι ιθύνοντες δεν παρέλειψαν να ‘ενημερώσουν’ τον Ν. Μακαρέζο για την εχθρότητα που ήδη τους χώριζε από τη Σοβιετική Ένωση και –κυρίως- να του απευθύνουν το βαρύγδουπο ερώτημα: «Τι δουλειά έχει ο Ρωσικός Στόλος στην Ανατολική Μεσόγειο; Ούτως εχόντων των πραγμάτων λοιπόν, πάρθηκε –κατά πάσα πιθανότητα από τον ίδιο τον H. Kissinger- η απόφαση ανατροπής του Γεώργιου Παπαδόπουλου και προώθησης στη θέση του «ισχυρού ανδρός» του καθεστώτος του ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη. Στην αναγκαιότητα επιλογής αυτού του τελευταίου από το ‘κέντρο αποφάσεων’ στο εξωτερικό φαίνεται ότι συνέβαλαν οι ισχυροί δεσμοί που ο ταξίαρχος είχε με το ιουδαϊκό στοιχείο. Η αδελφή του, Δέσποινα, είχε σύζυγο τον Ζακ Αλαζαράκη, γιατρό ιουδαϊκής καταγωγής και πρόσωπο γνωστό στην αθηναϊκή κοινωνία, λόγω της καλής φήμης που περιέβαλλε τη δικής του ιδιοκτησίας κλινική «Κυανούς Σταυρός», στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, κοντά στους Αμπελόκηπους 

Ο «Henry Kissinger»

Έχει ήδη δεόντως επισημανθεί πως ο Henry Kissinger ούτε Henry ονομάζεται ούτε Kissinger. Και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ευθαρσώς τον χαρακτήρισε, ευθύς μόλις τον συνάντησε : «Απαίσιος, στυγνός, Γερμανοεβραίος». Ο –ας τον πούμε έτσι- «Henry Kissinger» λοιπόν είναι Ιουδαίος από τη Γερμανία, δηλαδή Ashkenazi, άρα απόγονος Χαζάρων. Γεννήθηκε το 1923 στην πόλη Fürth της Βαυαρίας, αλλά το 1938 η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αμερική, χώρα της ελευθερίας για τους Ιουδαίους και τους φίλους τους και πηγή κάθε κακού για όλους τους άλλους ανθρώπους.

Την αμερικανική υπηκοότητα, έχοντας αλλάξει βέβαια το όνομά του, την πήρε το 1943, οπότε έσπευσε να υπηρετήσει στο στράτευμα των Η.Π.Α., σε θέσεις –εξυπακούεται- όχι μάχιμες. Έμεινε, πάντως, στον Στρατό μέχρι το 1946, διότι ‘αξιοποιήθηκε’ στη διοίκηση του αμερικανικού τομέα κατοχής της Γερμανίας. Τότε τίποτα ακόμα δεν έδειχνε τη μετέπειτα εξέλιξή του. Ο ίδιος ήθελε να γίνει…λογιστής, αλλά οι «ικανότητές» του εκτιμήθηκαν τόσο πολύ, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, από το ‘βαθύ Κράτος’ των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε το 1954υπό συνθήκες μάλλον αδιευκρίνιστες, έφτασε να πάρει και διδακτορικό δίπλωμα από το –διαβόητο- πανεπιστήμιο του Harvard.

Αμέσως μετά ‘απασχολήθηκε’ σε «ερευνητικά προγράμματα» χρηματοδοτημένα κυρίως από την οικογένεια Rockefeller.Αυτοί οι τελευταίοι είναι επίσης Ashkenazim Ιουδαίοι, που όμως, επειδή μετανάστευσαν στην Αμερική ήδη από το 1733, έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάζονται ως «Χριστιανοί προτεστάντες». 

Χάρη στην οικονομική τους ενίσχυση λοιπόν, ο «Henry Kissinger» άρχισε και να διδάσκει στο εν λόγω Harvard και μετά καθιερώθηκε ως «ειδήμων» σε θέματα «οπλικών συστημάτων» και άλλα τέτοια – παρεμφερή. Και τελικά, ‘βιδώθηκε’ δίπλα στον συντηρητικό, αυθεντικό Αμερικανό Richard Nixon, επιτελώντας ρόλο ‘επόπτη’ (overseer) αυτού του τελευταίου. Απογοητευμένος, πράγματι, ο Nixon από τις αποτυχίες του να εκλεγεί (υποτίθεται από τον Λαό!) Πρόεδρος των Η.Π.Α., ανέχτηκε τελικά δίπλα του τον «Henry Kissinger», ο οποίος, αφού επέβαλε την προσέγγιση με την κομμουνιστική Κίνα (ώστε να αρχίσει η διεθνής απομόνωση της Ρωσίας) και δρομολόγησε τη νίκη των κομμουνιστών στο Βιετνάμ, άφησε στη συνέχεια να καταβαραθρωθεί ο Nixon, λόγω του –δήθεν– σκάνδαλου του Watergate, που θεωρήθηκε «σκάνδαλο», επειδή έτσι παρουσιάστηκε από την ισχυρότερη κρυπτοϊουδαϊκή εφημερίδα στον κόσμο, δηλαδή τους New York Timesκαι άλλα, του ιδίου φυράματος, όργανα του τύπου των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αξίζει, τέλος, να τονιστεί ότι όχι μόνο το ότι ο «Henry Kissinger » τιμήθηκε με το περιβόητο βραβείο Νόμπελ (και μάλιστα της… Ειρήνης) αλλά και με το (αμερικανικό) προεδρικό μετάλλιο… Ελευθερίας καθώς και το (τι άλλο;) Αμερικανικό Βραβείο ΙστορίαςΝα τι σημαίνει να είναι κανείς Ashkenazi Ιουδαίος στις Η.Π.Α.! 

Το θέμα, βέβαια, είναι γιατί ασχολήθηκε τόσο πολύ ειδικώς με την Κύπρο. Εδώ δύο απαντήσεις φαίνονται λογικές: 

 α) Η Κύπρος, της οποίας –και σε αντίθεση με την Κρήτη η στρατηγική σημασία ουδέποτε αποδείχτηκε, μπορεί να γίνει καταφύγιο των Ισραηλινών, σε περίπτωση κατά την οποία οι Άραβες κατορθώσουν να καταστρέψουν αυτό το ιουδαϊκό κράτος. (Το ενδεχόμενο αυτό είναι ορατό εδώ και πολύ καιρό.)

 β) Για να γίνει όμως η Μεγαλόνησος «χώρος υποδοχής προσφύγων από το Ισραήλ», πρέπει πλήρως να αρθεί απαγόρευση που χαρακτηρίζει την Κυπριακή Ιστορία ήδη από τους Αρχαίους Χρόνους. Το 117 μ.Χ., πράγματι, οι τότε πολυάριθμοι Ιουδαίοι του νησιού ξεσηκώθηκαν και σφάξανε 240.000 Έλληνες. Αμέσως τότε, εκδόθηκε, από τη Ρώμη, αυτοκρατορικό διάταγμα βάσει του οποίου επί ποινή θανάτου απαγορευόταν στους Ιουδαίους όχι μόνο να ζήσουν, μα και να πλησιάσουν την Κύπρο.

Το διάταγμα αυτό, σεβαστό ακόμα και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, άρχισε σιωπηρά να παραβιάζεται αφότου επιβλήθηκε στη Μεγαλόνησο η βρεταννική διοίκηση και, στις μέρες μας, έχει πλήρως, στην ουσία, αρθεί, εφόσον το πανεπιστήμιο της Κύπρου π.χ. ελέγχεται από το Ισραήλ. Η διαρκής αναταραχή, με άλλα λόγια, με τους Ελληνοκύπριους ξεσηκωμένους κατά των Τουρκοκυπρίων και ανάπαλιν, με την Κυπριακή Εκκλησία να διαδραματίζει ρόλο –τουλάχιστον- περίεργο κ.ο.κ., παγιώνει στην Κύπρο κατάσταση αναταραχής, στην οποία –όπως πάει- μόνο οι Ισραηλινοί θα ‘βάλουνε τέρμα. 

Και last but not least: «Διδάσκαλος» του «Henry Kissinger” σε θέματα Ιστορίας, Θρησκείας κ.λπ. υπήρξε ο Raymond Aron, Ιουδαίος της Γαλλίας, τον οποίο θεωρούσε και δικό του «δάσκαλο» ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. (Εδώ το υπονοούμενο είναι τόσο σαφές, ώστε δεν χρειάζεται να διατυπωθεί το ήδη κλασσικό ερώτημα κατά πόσον το «έπιασαν» οι αναγνώστες…) 

 Το Πολυτεχνείο και η ανατροπή του Παπαδόπουλου 

 Δυσαρέσκεια κατά του Γεωργίου Παπαδόπουλου άρχισε να δημιουργείται στους κόλπους του Στρατού Ξηράς ήδη κατά το φθινόπωρο του 1969. Κατώτεροι ιδίως αξιωματικοί από τότε εξέφραζαν παράπονα κατά του «Παπαδόπουλου και του περιβάλλοντός του»: Οι κατηγορίες που εκτοξεύονταν εναντίον του τότε πρωθυπουργού εστιάζονταν στην ευνοιοκρατία που –κατά τους επικριτές- χαρακτήριζε την όλη του πολιτική. Το «περιβάλλον» του, παράλληλα, είχε θεωρηθεί ύποπτο για «πράξεις διαφθοράς». Σύμφωνα με ό,τι σήμερα είναι γνωστό, και οι δύο κατηγορίες υπήρξαν αβάσιμες. 

Ειδικά μάλιστα όσον αφορά τα περί «διαφθοράς», εάν ληφθεί υπόψη η σημερινή (δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα) κατάσταση, οι σχετικές μομφές μόνο καγχασμούς μπορούν να προκαλέσουν. Όσο για την «ευνοιοκρατία», φυσικό είναι σε καθεστώτα, στο πλαίσιο των οποίων αναλαμβάνεται προσπάθεια ανασυγκρότησης με ταχείς ρυθμούς, να γίνεται επιλογή προσώπων με κριτήρια αξιοκρατικά, τα οποία εκείνοι που ‘μένουνε απ’έξω’ σπεύδουν να χαρακτηρίσουνε ως «φαβοριτισμό». Βέβαια, ουκ έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει. Πόσο μάλλον, εάν ο εν λόγω άνθρωπος είναι πολιτική προσωπικότητα με εξουσία και ισχύ δικτατορική.

  Σίγουρα κάνανε λάθη ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι συνεργάτες του και οπωσδήποτε υπήρξανε γύρω τους πρόσωπα τα οποία ‘επωφελήθηκαν’ από την όλη κατάσταση. Τουλάχιστον με τα σημερινά κριτήρια, όμως, τα λάθη αυτά περισσότερο γέλιο παρά αγανάκτηση προκαλούν. Και μόνο το γεγονός άλλωστε ότι οι βασικοί συνεργάτες του Παπαδόπουλου, οι Νικόλαος Μακαρέζος και Στυλιανός Παττακός, ποτέ –και παρά τη δυσαρέσκεια που σαφώς τους προκάλεσαν ορισμένες κινήσεις του Παπαδόπουλου- δεν ήρθανε σε ρήξη μαζί του, μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη πως ούτε αυτός ο τελευταίος ούτε το περιβάλλον του είναι δυνατόν να θεωρηθούν ένοχοι ευνοιοκρατίας και διαφθοράς (τουλάχιστον με τα τωρινά κριτήρια).

 Όπως και να είναι, το πρόσωπο που γρήγορα συγκέντρωσε τις προτιμήσεις των «δυσαρεστημένων» υπήρξε ο το 1973 ταξίαρχος Δ. Ιωαννίδης, αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (Ε.Σ.Α.). Είχε, πράγματι, θεωρηθεί ο «τελείως αδιάφθορος» του καθεστώτος – και οπωσδήποτε τη φήμη του αυτήν ενίσχυε το ότι ο αρχηγός της Ε.Σ.Α., στην προσωπική του ζωή, επιδεικτικώς απεχθανόταν κάθε μορφή πολυτέλειας. Οι πάντες τον θεωρούσανε «ως απολύτως έντιμον και στρατιώτην» (=αποκλειστικώς αφοσιωμένο στα στρατιωτικά του καθήκοντα). Η πρόσφατη έρευνα, βέβαια, έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τον Δ. Ιωαννίδη ενδιέφερε κυρίως η άσκηση εξουσίας. 

Προτιμούσε όμως η άσκηση αυτή να γίνεται παρασκηνιακώς. Η ‘προτίμησή του’ αυτή, άλλωστε, συγκαταλέγεται στις αιτίες για τις οποίες αρνήθηκε προαγωγή στον βαθμό του υποστράτηγου, που κάποια στιγμή του προτάθηκε – ακριβώς για να μη φύγει από την Ε.Σ.Α., η οποία, από το 1967 και μετά, είχε περιβληθεί με δικαιοδοσίες πολύ πέρα από τα όρια της αστυνόμευσης του Στρατού Ξηράς. Η ραγδαία άνοδος του βιοτικού επιπέδου του Ελληνικού Λαού, εμφανής πια κατά τα τελευταία έτη της δεκαετίας του 1960, απέτρεψε τη μαχητική/στασιαστική εκδήλωση των υπό τον Δ. Ιωαννίδη δυσαρεστημένων «λοχαγών» κατά των «συνταγματαρχών» που μακροχρονίως απολάμβαναν τα «αγαθά της εξουσίας». Από τα τέλη του 1972, η ελληνική οικονομία άρχισε να παρουσιάζει κάποια προβλήματα και αυτό, σε συνδυασμό με την πετρελαϊκή κρίση (= έλλειψη πετρελαίου), ορατή από το 1971 κιόλας, οπωσδήποτε διευκόλυνε την αντίδραση κατά του «καθεστώτος του Παπαδόπουλου».

Οι φοιτητές την εποχή εκείνη αποτελούσαν κοινωνική κατηγορία περίπου προνομιούχα. Και τούτο, επειδή το καθεστώς της 21ης Απριλίου έβλεπε σε αυτούς τους «μελλοντικούς ταγούς του Έθνους». Και όμως, αυτοί έφτιαξαν το έναυσμα για την ανατροπή του Γεώργιου Παπαδόπουλου – και μάλιστα οι περισσότερο ευνοημένοι από αυτούς, δηλαδή οι φοιτητές του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Νομικής Σχολής Αθηνών

 Η εκτενής ανάλυση των γεγονότων του Πολυτεχνείου δεν είναι δυνατόν να γίνει εδώ. Επιπλέον, τα όσα ήδη καταγράφηκαν από τους τότε ‘καθεστωτικούς’ δεν έχουνε δεχτεί, έως τώρα, πειστικό αντίλογο. Η φοιτητική εξέγερση, ως πρότυπο της οποίας είχε προβληθεί η κατά τον Οκτώβριο του 1973 ανατροπή του στρατιωτικού καθεστώτος της Ταϊλάνδης, είχε εξαρχής καθαρά πολιτικό χαρακτήρα. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ο –σύμφωνα με την Πολιτική επιστήμη- κλασσικός ορισμός της επανάστασης: «βίαιη κατάλυση αρχής», μπορεί να θεωρηθεί ως κίνηση επαναστατική. Βέβαια, η κίνηση αυτή εκδηλώθηκε χάρη στο περιβόητο «πανεπιστημιακό άσυλο», που μέχρι σήμερα ταλανίζει τη χώρα μας. Οι φοιτητές, πράγματι, ‘οχυρώθηκαν’ στο Πολυτεχνείο κατά τα μέσα του Νοεμβρίου του 1973, διέκοψαν την κυκλοφορία στην οδό Πατησίων και με το σύνθημα «Εδώ-θα-γίνει-της-Τα-ϊ-λάνδης» και άλλα παρεμφερή απέβλεπαν στην ανατροπή του καθεστώτος. Η επαναστατική αυτή κίνηση μόνο βιαίως ήταν δυνατό να κατασταλεί – και αυτό τελικά έγινε. 

Σύμφωνα με όσα κατέγραψε ο ίδιος ο Στυλιανός Παττακός ο αριθμός των νεκρών στη διάρκεια της επαναστατικής κίνησης του Πολυτεχνείου ήτανε 12Όλοι τους όμως σκοτώθηκαν από σφαίρες αδέσποτες σε διάφορες περιοχές της Αθήνας. Νεκροί στον χώρο του Πολυτεχνείου –σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά τουλάχιστον- δεν υπήρξαν. Πράγματι, το τανκς έρριξε τη σιδερένια πύλη και πλάκωσε τη Μερσεντές που ήτανε παρκαρισμένη ακριβώς από πίσω της, για να την ενισχύσει, αλλά οι στρατιωτικοί που μπήκανε μετά μέσα δεν πειράξανε κανέναν. Το αντίθετο μάλιστα: Απομάκρυναν τους νεαρούς που είχαν εκεί συγκεντρωθεί προστατευτικώς – μη επιτρέποντας δηλαδή την κακοποίησή τους από κατώτερους κυρίως αστυνομικούς, που είχανε κουραστεί και εξοργιστεί λόγω της τριήμερης (14-17 Νοεμβρίου 1973) ταραχώδους επιφυλακής τους. Οι φοιτητές επίσης που κρίθηκαν υπεύθυνοι για τα γεγονότα με αποτέλεσμα να διακοπεί η «λόγω σπουδών» αναβολή εκπλήρωσης των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, δεν υπήρξαν θύματα κακομεταχείρισης, αφότου παρουσιάστηκαν στις στρατιωτικές μονάδες όπου κατατάχτηκαν. 

 Σε τελική ανάλυση πάντως, δεδομένου πως η όλη κίνηση είχε επαναστατικό χαρακτήρα, όποιος συμμετείχε ενεργώς ή και παθητικώς σε αυτήν ήξερε ότι διέτρεχε κίνδυνο. Η επίγνωση αυτή ήτανε διάχυτη εκείνη την εποχή και προξενεί απορία το ότι σήμερα ακόμη γίνεται λόγος για «αδικαιολόγητες σφαγές» κ.τ.λ., κ.τ.λ. 

Εντύπωση οπωσδήποτε προκαλεί η –σύμφωνα με μαρτυρίες πηγών αξιόπιστων- στάση της τότε ηγεσίας της Αστυνομίας Πόλεων, που, συνεχώς καθησυχάζοντας την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας μας, εμμέσως και εκουσίως ή όχι προκάλεσε την επέμβαση του Ελληνικού Στρατού. Περίεργη επίσης υπήρξε η στάση ορισμένων από τους τότε καθηγητές του Πολυτεχνείου, οι οποίοι αρνήθηκαν –παρά τον εμφανώς πολιτικό χαρακτήρα της φοιτητικής εξέγερσης- να επιτρέψουνε στην Αστυνομία να παραβιάσει το φοιτητικό άσυλο που διείπε τον χώρο του Πολυτεχνείου (όπως προηγουμένως είχε γίνει στο επί της οδού Σόλωνος κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών). Αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πρέσβεις Μεγάλων Δυνάμεων διαπιστευμένοι εκείνη την εποχή στην Αθήνα καθώς και δημοσιογράφοι με διεθνείς διασυνδέσεις γνωρίζανε πολύ καλά πως ήταν επικείμενη η ανατροπή του Γεώργιου Παπαδόπουλου και της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, που υπό τη δική του αιγίδα είχε σχηματιστεί, συνιστούν τεκμήριο του ότι τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξαν καρπός συνωμοσίας με σκοπό την ανάληψη της εξουσίας από τον Δ. Ιωαννίδη. Η συνωμοσία ήτανε ορατή ήδη στις 17 Σεπτεμβρίου 1973, οπότε έγινε κρούση στον αντιστράτηγο Φαίδωνα Γκιζίκη να καλύψει με το «κύρος του» το πραξικόπημα που σχεδιαζόταν. Δύο μήνες αργότερα, στις 15 Νοεμβρίου, ο Ιωαννίδης ανακοίνωσε στον Φ. Γκιζίκη πως είχε ήδη επιλέξει τον μελλοντικό πρωθυπουργό: τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο όστις ήτο τίμιος και είχε καλήν πείραν των οικονομικών. Η συνωμοσία, πάντως, κρατήθηκε μέσα σε κύκλο μυημένων οι οποίοι δεν ξεπερνούσανε τους 430. Ούτε καν η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων είχε γνώση των τεκταινομένων – με μόνη, κατά πάσα πιθανότητα, εξαίρεση τον τότε διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού, στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο. Ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος φαίνεται ότι είχε κάτι ‘οσφρανθεί’, αλλά με παθητικότητα περίεργη δεν έστερξε να πάρει μέτρα για την αποτροπή του πραξικοπήματος.

  Στις 25 Νοεμβρίου 1973 η πολιτική αλλαγή είχε συντελεστεί. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αντί για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ορίστηκε ο Φαίδων Γκιζίκης. Κυβέρνηση σχημάτισε ο προαγγελθείς Α. Ανδρουτσόπουλος, ενώ ο Δ. Ιωαννίδης αρκέστηκε στον ρόλο του αφανούς δικτάτορα. Οι φοιτητές είχαν εξεγερθεί για να ρίξουνε το καθεστώς της 21ης Απριλίου και οι 430 κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί που πλαισίωναν τον Δ. Ιωαννίδη συνωμότησαν, προκειμένου να προχωρήσουνε στην εξυγίανσή της όλης πολιτικής κατάστασης. Τελικώς το ‘αιτούμενο’ αποκαλύφθηκε ότι ήταν απλώς να φύγει ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, που, προφανώς, έτεινε να ξεχάσει ποιοι καθοριστικώς τον είχανε βοηθήσει να πάρει την εξουσία το 1967

 Το ζήτημα του ελληνικού πετρελαίου 

 Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει με σαφήνεια γνωστή η αιτία της εκούσιας ανατροπής του Δ. Ιωαννίδη, το καλοκαίρι του 1974. Πιθανή αιτία είναι το ζήτημα των ελληνικών πετρελαίων. Επιβάλλεται κατά συνέπεια βραχεία επισκόπηση του θέματος αυτού. 

Σύμφωνα με μαρτυρίες αρχαίων πηγών, η ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου στο Ιόνιο και, γενικώς, τη Δυτική Ελλάδα είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι γαρίδες συχνά αφθονούν οπουδήποτε βρίσκονται πετρελαιοπηγές υποθαλάσσιες (στον Αμβρακικό π.χ.). Είναι παράδοξο, κατά συνέπεια, το ότι έρευνα σοβαρή για εκμετάλλευση ελληνικών κοιτασμάτων έγινε μόνο κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 21ης Απριλίου: ούτε πριν ούτε μετά. Παράδοξο επίσης παραμένει το ότι η σχετική προσπάθεια έγινε όχι στη Δυτική Ελλάδα αλλά στην περιοχή της Θάσου. Και έτσι όμως κάποια προσπάθεια καταβλήθηκε… 

Τον Φεβρουάριο του 1974η επιχείρηση άντλησης ελληνικών πετρελαίων είχε κορυφωθεί. Η παραγωγή στην περιοχή της Θάσου είχε φτάσει τα 3.000 βαρέλια ημερησίως (αν και το πετρέλαιο που εκεί έβγαινε είχε μεγάλη περιεκτικότητα θείου, που καθιστούσε αναγκαία μεγάλη διαδικασία διύλισής του). Υπολογιζόταν, πάντως, ότι η ημερήσια παραγωγή μπορούσε να φτάσει τα 50.000 βαρέλια καθώς και ότι το πετρέλαιο αυτό θα ήταν οπωσδήποτε διυλίσιμο. Είχε θεωρηθεί παράλληλα ότι η ετήσια πετρελαϊκή παραγωγή θα μπορούσε να φτάσει τους 5.000.000 τόνους – και αυτό σε χρονικό βάθος 20-25 ετών. Αξίζει τέλος να επισημανθεί το ότι την εποχή εκείνη η Ελλάδα έκανε εισαγωγή 8.000.000 τόνων αργού πετρελαίου κάθε χρόνο. Ενδιαφέρον για τα ελληνικά πετρέλαια στο Αιγαίο είχαν εκδηλώσει οι εταιρείες Oceanic και BP. 

 Το θέμα όμως ήτανε ότι, παράλληλα, πλούσια κοιτάσματα ορυκτών είχανε τότε εντοπιστεί στη μεταξύ των μικρασιατικών ακτών και ελληνικών νησιών του Αιγαίου πελάγους υποθαλάσσια ζώνη, κοντά στις ανατολικές ακτές της Σάμου π.χ. Και φυσικά, αυτό είχε δημιουργήσει πρόβλημα στις ελληνικές σχέσεις που κατά πολύ ξεπερνούσε το Κυπριακό. Το ζήτημα, πράγματι, ήταν εκείνο της υφαλοκρηπίδας. Έχουνε τα νησιά υφαλοκρηπίδα; Και το πρόβλημα οπωσδήποτε μεγάλωνε, λόγω του ότι τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου τουλάχιστον γεωλογικώς θεωρούνται προέκταση της μικρασιατικής ενδοχώρας.

   Έτσι, από το 1969 ήδη, ο τουρκικός τύπος άρχισε να κάνει λόγο για ελευθερία κινήσεων του Ναυτικού της χώρας τουΟι Τούρκοι δεν μπορούσανε να «ζητούν την άδεια των Ελλήνων» προκειμένου να «πλύνουνε τα πόδια τους στο Αιγαίο». Την άνοιξη του 1974 η κατάσταση οξύνθηκε σε βαθμό επικίνδυνο. Στις 8 Μαΐου πράγματι, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Α. Ανδρουτσόπουλος, επίσημα δήλωσε πως ο Ελληνικός Λαός, χωρίς να πτοηθεί από απειλές, έμελλε να υπερασπιστεί τα «νόμιμα και κυριαρχικά του δικαιώματα». Ακριβώς την επομένη, 9η Μαΐου, απάντησε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών. Η χώρα του, εξήγησε, ποτέ δεν θα επέτρεπε να μετατραπεί το Αιγαίο σε ελληνική θάλασσα ή λίμνη και έμελλε, συνακολούθως, να αποκρούσει οποιαδήποτε ελληνική απόπειρα σφετερισμού των εκεί τουρκικών δικαιωμάτων. Αμέσως μετά η Ελλάδα άρχισε σιωπηρά να ετοιμάζεται για πόλεμο, ενώ στα φανερά καταγγέλλονταν οι παραβιάσεις του ελληνικού θαλάσσιου και εναέριου χώρου από τουρκικά σκάφη και αεροσκάφη. Όλα αυτά έδειχναν πως η σύρραξη δεν ήτανε πια μακριά, δεδομένου ότι και η Τουρκία –εμφανώς αυτή άρχισε, εκείνη την εποχή, να ετοιμάζεται για πόλεμο. 

   Η ζωή όμως τόσο των ανθρώπων όσο και των λαών είναι γεμάτη εκπλήξεις. Η ανάφλεξη τελικώς δεν έγινε στο Αιγαίο αλλά στην Κύπρο

 Η μεταπολίτευση 

 Ακριβώς όπως γνωρίζουμε πια ότι τα γεγονότα της 21ης Απριλίου 1967 υπήρξαν απότοκα κινήσεων του Ν.Α.Τ.Ο., έτσι ξέρουμε ότι η πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου υποκινήθηκε από τη C.I.A. Βέβαια, δεν χρειαζότανε να καταβάλει και μεγάλη προσπάθεια αυτός ο πασίγνωστος αμερικανικός ‘φορέας’. Ήτανε φυσικό κάθε «κυβέρνηση των Αθηνών» να βλέπει ως απώτερο ή και απώτατο στόχο της όλης πολιτικής της στο Κυπριακό την Ένωση. Κύριο πρόσκομμα στην Ένωση ήτανε ακριβώς η προσωπικότητα του Μακαρίου, ως διακηρυγμένος στόχος του οποίου είχε τεθεί η «διαφύλαξη και προάσπιση της ανεξαρτησίας της Μεγαλονήσου». Το 1973, ο Μακάριος προχώρησε σε κίνηση που –ορθώς- θεωρήθηκε προσβλητική προς την Ελλάδα. Έδωσε, πράγματι, εντολή να αφαιρεθούν από τις αίθουσες των σχολικών κτηρίων του νησιού οι εικόνες των ηρώων του ’21 και να αντικατασταθούν αποκλειστικώς από τις φωτογραφίες των αγωνιστών και μαρτύρων της Ε.Ο.Κ.Α. Η προσπάθειά του να προχωρήσει σε αποκοπή των ψυχικών δεσμών μεταξύ Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων ήτανε πια σαφής. Πήρε, παράλληλα, την απόφαση να μειώσει τη δύναμη της κυπριακής Εθνοφρουράς από 11.000 άνδρες σε 4.500 μόνο. Αυτό το έκανε για να «απαλλαγεί», όπως δήλωνε στους στενούς τους συνεργάτες, από μεγάλο αριθμό Ελλαδιτών αξιωματικών που στελεχώνανε την Εθνοφρουρά, την οποία όπως και πάλι ο ίδιος ανοιχτά διευκρίνισε, θεωρούσε πια περίπου ως «δύναμη κατοχής»Η μείωση της Εθνοφρουράς είχε από τον Μακάριο αποφασιστεί για τις 20 Ιουλίου 1974. Τότε ήταν που ο Ιωαννίδης πήρε την απόφαση να επέμβει. Στις 15 Ιουλίου, πράγματι, η Εθνοφρουρά κινήθηκε κατά του Μακάριου και τον ανέτρεψε.

φωτό

 Η ανάμειξη της C.I.A. στην υπόθεση της ανατροπής του Μακαρίου είναι ουσιαστικώς επιβεβαιωμένη. Υπάρχουνε όμως πολλά που ακόμη παραμένουν ‘ανεξήγητα’. Την ημέρα του πραξικοπήματος π.χ. η φρουρά του Μακαρίου είχε πάρει εντολή να κρατάει όπλα χωρίς σφαίρες. Παρά την καλή προετοιμασία του κινήματος, ο Μακάριος ούτε πιάστηκε ούτε σκοτώθηκε, μα, αντιθέτως, μπόρεσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Ακόμα, διάδοχός του στο προεδρικό αξίωμα δεν έγινε ο Γλαύκος Κληρίδης, όπως αρχικά προβλεπόταν, αλλά ο Νίκος Σαμψών, πρόσωπο πολιτικώς ασταθές, με ισχυρές, όπως υποστηρίχτηκε, διασυνδέσεις στις Η.Π.Α., βασικό χαρακτηριστικό του οποίου ήτανε ο φόβος που ορισμένες από τις «αναρχικές», όπως ο ίδιος τις χαρακτήριζε, πράξεις του προκαλούσαν στους Τουρκοκύπριους. Σε αυτήν, επιπλέον, την εντέχνως έκρυθμη κατάσταση λάδι έρριξαν οι δηλώσεις του Μακαρίου στον Ο.Η.Ε. Μιλώντας πράγματι, στις 19 Ιουλίου 1974, ο Αρχιεπίσκοπος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του διεθνούς οργανισμού, τόνισε τα εξής:

1. Το πραξικόπημα των «συνταγματαρχών» δεν ήτανε εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Ήτανε εισβολή από το εξωτερικό και αποτελούσε παραβίαση της ανεξαρτησίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εάν δεν γινόταν γρήγορα αποκατάσταση της «συνταγματικής ομαλότητας» στο νησί, τα αποτελέσματα της «εισβολής» θα ήταν καταλυτικά. 

2. Μετά από την ελληνική «εισβολή» και εξαιτίας της, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να βρεθεί βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος

3. Η «ελληνική εισβολή» απειλούσε άμεσα το τουρκοκυπριακό στοιχείο. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, πράγματι, υπέφεραν το ίδιο κάτω από τον ζυγό που τους είχε επιβάλει η «ελληνική εισβολή». 

Από εκεί και πέρα, τα γεγονότα εξελίχθηκαν με ταχύτητα περίπου κινηματογραφική. Στις 5.45΄ το πρωί της 20ής Ιουλίου άρχισε η εισβολή τουρκικών δυνάμεων σε βόρειες ακτές της Κύπρου. Η τουρκική κυβέρνηση, πράγματι, κάνοντας χρήση «συμβατικού» δικαιώματός της το οποίο απέρρεε από τις διεθνείς πράξεις στις οποίες είχε θεμελιωθεί η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις στη Μεγαλόνησο με σκοπό την αποκατάσταση της «συνταγματικής ομαλότητας». Η ελληνική πλευρά δεν περίμενε την αντίδραση αυτήν – και –παρά το ότι κατά την πρώτη ημέρα της τουρκικής επίθεσης επικράτησε στην Αθήνα κλίμα «συγκρατημένης αισιοδοξίας»- οι κινήσεις που τελικά έγιναν με σκοπό την απόκρουση των εισβολέων υπήρξανε περίπου σπασμωδικές. Κάτι όμως που οπωσδήποτε πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ‘περίεργα’ ατυχήματα, που έγιναν τότε κυρίως στο Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία, συγκαταλέγονται στους παράγοντες που απέτρεψαν την από την Ελλάδα αποτελεσματική ενίσχυση της κυπριακής άμυνας. Παράλληλα, επισήμως δηλώθηκε από τη βρεταννική πλευρά πως, σε περίπτωση δράσης ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών στην Κύπρο, αυτά θα αναχαιτίζονταν από αεροπλάνα αγγλικά. Έτσι, η μόνη αξιόλογη προσπάθεια που καταβλήθηκε εκείνες τις δραματικές για τους Έλληνες ώρες υπήρξε η δράση του αρματαγωγού «Λέσβος», κυβερνήτης του οποίου ήτανε ο πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός. Έχοντας παραλάβει τους υπό αντικατάσταση άνδρες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. (Ελληνικής Δυνάμεως Κύπρου) αυτός ο τελευταίος, τους έβγαλε και πάλι, το πρωί της 20ής Ιουλίου, κοντά στην Πάφο και, αφού δραστικώς ενίσχυσε την εκεί άμυνα της Κυπριακής Εθνοφρουράς, κατόρθωσε να διαφύγει πλέοντας νοτιοδυτικά. Και είναι ενδεικτικό της βαθύτερης υφής του Ελληνικού Κράτους το ότι το κατόρθωμα του αξιωματικού αυτού και του πληρώματος του πλοίου που τότε κυβερνούσε τυλίχτηκε σε πέπλο σιωπής ουσιαστικώς αδιαπέραστο… 

    Τελικά, εκδηλώθηκε αμερικανική πρωτοβουλία, που, στην πραγματικότητα δεν ήτανε παρά κίνηση του ίδιου του Kissinger: Με μεσολάβηση αυτού του τελευταίου συμφωνήθηκε ανακωχή στην Κύπρο, η οποία ίσχυσε από τις 4.00΄ μ.μ. (ελληνική ώρα) της 22ας Ιουλίου. Η τότε ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, πράγματι, θεώρησε πως η χώρα ήτανε γενικώς ανέτοιμη για πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία. Και, έτσι, υπό το βάρος της δυσμενούς για τα ελληνικά όπλα εξέλιξης των εχθροπραξιών στη Μεγαλόνησο, αποφασίστηκε η παράδοση της εξουσίας στους «πολιτικούς».  

Στιγμιότυπο από τη σύσκεψη της 23ης Ιουλίου 1974 στα Παλαιά Ανάκτορα (φωτό)

Στις 23 Ιουλίου, στις 2.00΄ μ.μ. άρχισε στο γραφείο του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, στρατηγού Φαίδωνος Γκιζίκη, η σύσκεψη της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, που την αποτελούσαν οι στρατηγοί Γρηγόριος Μπονάνος και Ανδρέας Γαλατσάνος, ο ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και ο πτέραρχος Αλέκος Παπανικολάου, με τις «πολιτικές προσωπικότητες». Σε αυτές συγκαταλέγονταν οι Παναγιώτης ΚανελλόπουλοςΓεώργιος ΜαύροςΣπύρος ΜαρκεζίνηςΣτέφανος ΣτεφανόπουλοςΕυάγγελος Αβέρωφ-ΤοσίτσαςΠέτρος ΓαρουφαλιάςΓεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας και Ξενοφών Ζολώτας. Στη διάρκεια της σύσκεψης (πρακτικά της οποίας δεν τηρήθηκαν) συμφωνήθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τους Π. Κανελλόπουλο και Γ. Μαύρο. Τελικά όμως, μετά από προσωπική παρέμβαση του Ευ. Αβέρωφ-Τοσίτσα στον Φ. Γκιζίκη, αποφασίστηκε η ‘μετάκληση’ του Κ. Καραμανλή από το Παρίσι, όπου αυτός ήταν εγκατεστημένος από το 1963. 

Ο Καραμανλής έφτασε ως γνωστόν στην Αθήνα τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου – με αεροπλάνο που έθεσε στη διάθεσή του ο Valéry Giscard d’Estaing. Τα υπόλοιπα είναι γνωστάΕκείνο όμως που οπωσδήποτε παραμένει ανεξιχνίαστο είναι η λογική με την οποία οι πρωταγωνιστές του καθεστώτος της 21ης Απριλίου οδηγήθηκαν σε δίκη και μετά σε φυλακή – με τα γνωστά τραγικά για αυτούς αποτελέσματα. Το στρατιωτικό καθεστώς, πράγματι, δεν είχε ανατραπεί: Είχε ‘αυτοβούλως’ αναδιπλωθεί και συνακολούθως παραδώσει την εξουσία στους «πολιτικούς». Η καταδίκη, κατά συνέπεια, των βασικών προσωπικοτήτων του μπορεί και να θεωρηθεί ‘παράβαση των –σιωπηρώς έστω- συμφωνημένων κατά την παράδοση της εξουσίας και οπωσδήποτε θυμίζει τη απάτη, θύμα της οποίας υπήρξε η Γερμανία κατά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμουΔέχτηκε η τότε ηγεσία της την ανακωχή, φρονώντας πως αυτή θα άνοιγε τον δρόμο σε μία ειρήνη δίκαιη, «χωρίς νικητές και νικημένους», μα τελικά ‘έφαγε’ το Diktat των Βερσαλλιών

 Φαίνεται ότι κάτι τέτοιο έγινε και στην περίπτωση των «χουντικών». Αποδυναμώθηκαν μέσω της ουσιαστικά απροσδόκητης, «ισόβιας φυλάκισής τους», προκειμένου να εξοβελιστούν δια παντός από την πολιτική σκηνή της χώρας μας. Ειδικά ο Γεώργιος Παπαδόπουλος μάλιστα, εάν κατέβαινε σε εκλογές κατά από το 1975 και μετά, είναι σχεδόν βέβαιο πως θριαμβευτικώς θα περιβαλλόταν την εμπιστοσύνη του Ελληνικού Λαού

φωτό
Ο ηγέτης της 21ης Απριλίου όμως είχε την τιμιότητα –ή και αφέλεια- να εκφράσει την πρόθεσή του αυτή στον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή… Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική εκμηδένιση όχι μόνο τη δική του αλλά μεγάλου αριθμού συνεργατών του. Ειδικά στον πανεπιστημιακό χώρο, μάλιστα, η «αποχουντοποίηση» πήρε μορφή απηνούς διωγμού με πρόσωπα τα οποία έχασαν τότε τη ζωή τους, όπως ο Νικόλαος Καρμίρηςκαθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί, στην πολιτική και πνευματική «αποχουντοποίηση» του τόπου μας πρέπει να αναζητηθούν τα βασικά αίτια της κατάστασης στην οποία σήμερα έχει περιέλθει η Πατρίδα μας. Καταστράφηκε, πράγματι, ένας συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου – και αντικαταστάθηκε με άλλον, κύριο γνώρισμα του οποίου αποτελεί η ροπή προς τη διαφθορά. Μα ειδικώς αυτά, βέβαια, είναι μια άλλη ιστορία…

(  Τοῦ Δημητρίου Μιχαλοπούλου : Ἡ ἐξωτερική πολιτική τῆς 21ης Ἀπριλίου ) 

ΠΗΓΉ

nikolaosanaximandros.gr

Επισκεφτείτε το κανάλι μου στο youtube αν ψάχνετε πραγματικά να βρείτε την αλήθεια… Η Ενημέρωση που δεν θα ακούσετε ποτέ από τα κυρίαρχα ΜΜΕ… Υποστηρίξτε αυτόν τον αγώνα με την εγγραφή, τα κόσμια σχόλια και τα λάικ σας…

Advertisement

Σχετικές αναρτήσεις

Ο Νίκολα Τέσλα αθέτησε τον όρκο του λίγο πριν από το θάνατό του και αποκάλυψε κάτι τρομακτικό

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ

Ποιος δολοφόνησε την Αυτοκρατορική Οικογενειακή Δυναστεία των Ρομανόφ; Μαντέψτε ποιος επέζησε! Ο Τραμπ λέει ότι είμαστε σε πόλεμο με έναν «αόρατο εχθρό»!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ

Ο Μητσοτάκης ψάχνει τρόπο να δραπετεύσει από την Ελλάδα

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ