23.2 C
Αθήνα
Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024, 18:56
ΙΣΤΟΡΙΑΡΟΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ

Αρχαιοκαπηλίες και Αρχαιοκαταστροφές στην τουρκοκρατουμένη Ελλάδα (Β΄ μέρος)

Αρχαιοκαπηλίες και Αρχαιοκαταστροφές στην τουρκοκρατουμένη Ελλάδα..

του Μάριου Κ. Μαμανέα, από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 11, Χειμώνας 2015

Οι βάνδαλοι του 18ου αιώνα

Το ιδιοτελές ενδιαφέρον των ξένων βασιλικών αυλών και των ευγενών για αρχαία ελληνικά έργα τέχνης εντάθηκε κατά κόρον αυτήν την εποχή, καθώς υποδαυλιζόταν διαρκώς από συνεχείς αναφορές διαφόρων περιηγητών που έφθαναν με τη μορφή επιστολών ή ταξιδιωτικών αφηγήσεων σε άπληστους και «ορεξάτους» παραλήπτες.

Ο τυχοδιώκτης Paul Lucas, χωρίς να έχει ούτε καν στοιχειώδεις γνώσεις Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αλλά με εκπληκτικές ικανότητες εκτιμητή, έκανε μια δυναμική επανεμφάνιση στον ελλαδικό χώρο, για λογαριασμό, κυρίως, του βασιλιά του. Τα στοιχεία που συγκέντρωνε γίνονταν πλήρη συγγράμματα, κάθε φορά που επέστρεφε στο Παρίσι – μόνο που τα συνέγραφαν Γάλλοι ακαδημαϊκοί κι όχι ο ίδιος, συμμετέχοντας έτσι σε μια ιδιότυπη απάτη. Με τη μεσολάβηση της προστάτιδάς του, δούκισσας της Βουργουνδίας, απεστάλη εκ νέου στην υπόδουλη Ελλάδα, όπου και περιπλανιόταν από το 1704 για περισυλλογή αρχαιοτήτων, σημαντικών σε είδος και ποσότητα, τις οποίες προωθούσε συσκευασμένες μέσω Μασσαλίας. Περνώντας από την Ανατολία, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τα νησιά, συγκέντρωνε κυρίως μετάλλια και νομίσματα, βυζαντινά ως επί το πλείστον, αλλά και επιγραφές. Όσα δε, για πρακτικούς λόγους, αδυνατούσε να πάρει κατά τις επισκέψεις του, τα κατέγραφε, ώστε να τα έχει κατά νου σε επόμενο ταξίδι του.

Ο Lucas,παράλληλα, εκμεταλλευόταν και την ιδιότητά του ως… ιατρού (μολονότι ήταν εντελώς ανίδεος από Ιατρική, αλλά το διαβατήριό του ανέφερε αυτήν ως επάγγελμα), προκειμένου να αποσπά παλαιά νομίσματα από εύπορες οικογένειες ασθενών στη Θεσσαλονίκη, καθώς απαιτούσε να πληρώνεται με αυτά για τις υπηρεσίες του. Μέχρι το 1708, ο Γάλλος συλλέκτης είχε αποστείλει στις Βερσαλλίες περί τα 900 αργυρά και ορειχάλκινα νομίσματα (χωρίς να υπολογίζονται άλλα τόσα που του είχαν αρπάξει οι πειρατές), 22 αρχαία χειρόγραφα και 52 επιγραφές.

Το 1714 έλαβε νέα βασιλική διαταγή, συνοδευόμενη βεβαίως και με τη δέουσα συστατική επιστολή, για να επιστρέψει και να συνεχίσει το σύνηθες «έργο» του στον ελλαδικό χώρο. Προκλητικότατος και θρασύς, αρνούμενος κάθε έλεγχο αποσκευών και κάθε πληρωμή δασμών, ξεκινά από την Πόλη και, περνώντας από την Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πλαταμώνα, φθάνει ώς τη Λάρισα, όπου βρίσκει άφθονα χρυσά και ασημένια μετάλλια όλων των βασιλέων της Μακεδονίας. Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1724, σε αναφορά του κατά τη διάρκεια μιας άλλης αποστολής του, παραδέχεται:

«Βρίσκω τη χώρα πολύ αλλαγμένη. Τα πολύτιμα αντικείμενα σπανίζουν. Όλα τα έθνη βρίσκονται εδώ και αναζητούν αρχαιότητες». Όταν, οκτώ μήνες μετά, επέστρεψε στο Παρίσι με 500 ακόμα αρχαία μετάλλια και νομίσματα στις αποσκευές του, κι αφού δεν βρήκε χρηματοδότη για επόμενη εξόρμηση, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου και άνοιξε κατάστημα, στο οποίο πωλούσε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που είχε συγκεντρώσει κατά τα προηγούμενα χρόνια.

Στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΕ΄ η αρχαιογνωσία είχε πλέον εξελιχθεί σε κανονική επιστήμη. Το ενδιαφέρον ολοένα αυξανόταν, οι λόγιοι έγραφαν συνεχώς πραγματείες και οι διπλωμάτες ανελάμβαναν τη διευκόλυνση των αρχαιοδιφικών αποστολών. Η αρχαιολογία και η αρχαιοκαπηλία δεν είχαν πλέον σαφή όρια, αφού ο αγώνας μεταξύ των διεκδικητών έργων αρχαίας τέχνης είχε καταστεί αδυσώπητος. Μέσα σε αυτό το κλίμα ξεκίνησε τη δραστηριότητά του και ο βασιλικός βιβλιοθηκάριος, αββάς Jean Paul Bignon. Με τη συνεργασία του πρέσβεως μαρκησίου de Bonnac, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: την απόσπαση βυζαντινών χειρογράφων που, κατ’ εικασίαν, φυλάσσονταν στη βιβλιοθήκη του σουλτανικού ανακτόρου!

Η ευκαιρία τούς δόθηκε το 1727, όταν, κατόπιν αιτήματος του διευθυντού του πρώτου οθωμανικού τυπογραφείου, που –ως γιός διπλωμάτη– διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Γάλλους, οι επιστήμονες Francois Sevin και Étienne Fourmont απεστάλησαν ως ειδικοί για να εργαστούν στο σεράι ως βιβλιοθηκονόμοι. Εκτός αυτού, βεβαίως, είχαν επιφορτισθεί και με το καθήκον να μεταβούν στο Άγιο Όρος, αλλά κι όπου αλλού κρίνουν απαραίτητο, με τον ίδιο σκοπό, για την εκπλήρωση του οποίου τους είχε πιστωθεί το ποσόν των 10.000 λιβρών.

Στην Πόλη αρχικά απογοητεύθηκαν, ακούγοντας τον γιατρό του μεγάλου βεζύρη, Πορτογαλο-εβραίο Daniel de Fonseca, να τους διαβεβαιώνει ότι, με εντολή του σουλτάνου, τα βιβλία είχαν καταστραφεί προ πολλού. Στράφηκαν προς τα μοναστήρια για αγορά χειρογράφων, αλλά η συγκομιδή τους ήταν πενιχρή, όπως ανέφερε στους ανωτέρους του ο Sevin. Άλλωστε, είχε προηγηθεί ένας Έλληνας, επίσης ενδιαφερόμενος, που φέρεται να διέθεσε συνολικά 200.000 τάλιρα για την αγορά χειρογράφων.

Πρόκειται για τον λόγιο ηγεμόνα Νικόλαο Μαυροκορδάτο, οσποδάρο της Βλαχίας (1719-1730). Παρ’ όλα αυτά, τελικά, ώς τα τέλη του 1729, οι απεσταλμένοι του Bignon κατόρθωσαν να συλλέξουν από την κυρίως Ελλάδα, τη Μ. Ασία και την Παλαιστίνη (από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και τα μετόχια αυτού) περίπου 500 τόμους, που τακτοποιήθηκαν σε πέντε κασόνια και προωθήθηκαν. Όσο για την πολυσυζητημένη και πολυδιεκδικούμενη συλλογή του Μαυροκορδάτου, κατέληξε να καταστραφεί ολοκληρωτικά από τη μεγάλη πυρκαϊά που ξέσπασε στην Πόλη στις 27 Ιουλίου του έτους εκείνου.

Το κυνήγι των αρχαιοτήτων συνέχισε και ο έτερος απεσταλμένος του Γάλλου βασιλιά, αββάς Michel Fourmont, του οποίου το καταστροφικό μένος έμεινε παροιμιώδες. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1729 και εφοδιάσθηκε με φιρμάνι του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους χώρους με αρχαιολογικό ενδιαφέρον ήθελε εντός της επικρατείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αυτό το έγγραφο στο χέρι, ο Γάλλος ιερωμένος κατέστη κυριολεκτικά ασύδοτος και επί δύο περίπου έτη διήλθε την κυρίως Ελλάδα, όχι μελετώντας, αλλά, αντιθέτως, καταστρέφοντας συστηματικά σπάνιες αρχαιότητες. 

Στη Λέσβο, για πρώτη φορά προσανατολίστηκε στην αναζήτηση επιγραφών και αναγλύφων. Σταθμεύοντας στην Αθήνα, άρχισε να δείχνει τον πραγματικό του –διαταραγμένο– χαρακτήρα. Οργώνοντας, κυριολεκτικά, την πόλη, αποσπούσε από υπόγεια, από σπίτια, από περιβόλους, και ξέθαβε, κάθε κομμάτι μάρμαρο με επιγραφή, το οποίο, αφού αντέγραφε, το εγκατέλειπε πεταμένο, για να καταλήξει συνήθως στα ασβεστοκάμινα, ή το κατέστρεφε, για να μη γίνει αντικείμενο έρευνας από άλλους και χάσει έτσι αυτός τη δόξα του ως ερευνητή και μελετητή… Το δυστύχημα είναι ότι πολλοί αργυρολόγοι κι απολίτιστοι Ρωμιοί τον βοηθούσαν «δι’ ολίγους παράδας», υποδεικνύοντάς του, σε κάθε σημείο της Αττικής που επισκεπτόταν, σημεία όπου υπήρχαν αρχαία μνημεία…

Μετά την Αθήνα και την Αίγινα, o Fourmont πέρασε στην Πελοπόννησο. Φθάνοντας στην Κόρινθο, επιχείρησε έναν πρώτο απολογισμό του υλικού που είχε συγκεντρώσει: 750 επιγραφές, 150 σχέδια αναγλύφων και 100 ασημένια μετάλλια που αγόρασε εκεί. Συνεχίζοντας στην Ερμιόνη, στο ύψωμα του ακρωτηρίου, βρήκε ένα παλιό κάστρο, το οποίο γκρέμισε συθέμελα, για να βρει επιγραφές, όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν κτισμένο με λείψανα αρχαίων ναών. Η αρχαιοθηρική του πορεία συνεχίστηκε ώς τον νότο του Μωριά, όπου, φοβισμένος από τα ήθη των Μανιατών, επέστρεψε μέσω Καλαμάτας και Μεγαλοπόλεως στον Μυστρά, με απωθημένο πλέον το να καταστρέψει από την Αρχαία Σπάρτη ο,τιδήποτε δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να σταλεί στη Γαλλία.

Αμέριμνοι οι δημογέροντες του τόπου, τον υπεδέχθησαν φιλικά και του παρείχαν διευκολύνσεις, καθώς ξήλωνε από τα μεσαιωνικά τείχη μερικά εντοιχισμένα ενεπίγραφα σπαρτιατικά βάθρα και, αργότερα, είκοσι ακόμη επιγραφές. Το συνεργείο του Γάλλου αββά ήταν πολυπληθέστατο, περίπου 60 εργάτες. Επί 53 συνεχείς ημέρες σάρωσε σχεδόν τα πάντα στον Μυστρά, τη Σπάρτη και τις Αμύκλες. Κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας μανιωδώς, απεκάλυψε περίπου 300 επιγραφές, τις οποίες αντέγραψε και μετά άφησε έκθετες ή κατέστρεψε, καθώς και διάφορα άλλα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία φόρτωσε αμέσως σε πλοία και τα έστειλε στη Γαλλία.    

Στην ίδια τη Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και βαρβαρότητα, όπως φαίνεται μέσα από επιστολή του, τού Απριλίου 1730, προς τον φίλο του Φρενέ:

Τα ισοπέδωσα όλα, τα εκθεμελίωσα όλα… από τη μεγάλη αυτή πολιτεία δεν απέμεινε πλέον λίθος επί λίθου. Εδώ και πάνω από ένα μήνα, συνεργεία μου από 30 και μερικές φορές 40 ή 60 εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν τη Σπάρτη. Ο γδούπος από το γκρέμισμα των τειχών, η πτώση των ογκολίθων έως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στη Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι και Γραικοί έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι διάσπαρτα χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα.

Παρακάτω συνεχίζει:

Προτίθεμαι να μην αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν γνωρίζω, κύριε και αγαπητέ φίλε, εάν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από το να έχει τη δυνατότητα να σκορπίσει στους ανέμους τη στάχτη του Αγησιλάου, από το ν’ ανακαλύψει τα ονόματα των Εφόρων, των Γυμνασιαρχών, των Αγορανόμων, των φιλοσόφων, των ιατρών, των ποιητών, των ρητόρων, ονόματα  διασήμων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, τη Ρήτρα του Λυκούργου. Οι Αμύκλες, επίσης, ήσαν πολύ εγγύς για να τις αφήσω. Έστειλα και εκεί εργάτες και ισοπέδωσαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνος. 

Φανταστείτε τη χαρά μου, η οποία θα ήταν βεβαίως μεγαλύτερη αν είχα λίγο περισσότερο χρόνο ν’ αφιερώσω, διότι υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και, κυρίως, η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω και αυτές άνω-κάτω, από τα θεμέλια έως την κορυφή. Έχω όλη τη δύναμη να το πράξω, κι επιπλέον απέκτησα μια οξυδέρκεια σε αυτού του είδους τη δράση. Δεν ομοιάζω με εκείνους που τρέχουν από πόλη σε πόλη απλώς για να ιδούν, εγώ επιδιώκω να παίρνω όλα τα  χρήσιμα πράγματα. 

Στις 20 Απριλίου 1730, ο Γάλλος καταστροφέας γράφει από τη Σπάρτη στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, Villeneuve, δικαιολογώντας τους βανδαλισμούς του σε επιθυμία εκδικήσεως για την κακή τάχα συμπεριφορά των Μανιατών απέναντί του:

Πέρασα από έναν φοβερό τόπο, την περιβόητη Μάνη, που κατοικείται από έναν αιμοβόρο λαό. Είμαι πολύ ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από τη βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτε το αξιόλογο, τίποτε για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω και για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, έριξα τη θλίψη μου επάνω στην Αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτε από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την κατέσκαψα, την εκθεμελίωσα, δεν της άφησα λίθο επί λίθου.  Και γιατί, θα ερωτήσει η εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία επάνω σε αυτή την αρχαία πόλη, ώστε να την κάνω αγνώριστη, υποχρεώνοντάς τη να πληρώσει τις αμαρτίες των απογόνων της;

Έχω την τιμή να σας απαντήσω ότι ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαυτία κάτω από τα χώματά της πολλούς θησαυρούς, πράγμα που δεν μπορούσα να συγχωρέσω. Μέχρι τώρα κανείς ταξιδιώτης δεν τόλμησε να τους αγγίξει· ακόμη και οι Βενετοί, παρά το ότι υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους σεβάσθηκαν. Εγώ έκρινα πως δεν έπρεπε να τρέφω ανάλογο σεβασμό και την ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα, πράγμα που προκάλεσε τον θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Γραικοί θύμωσαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ικανοποιημένος, διότι απέκτησα από αυτό το ταξίδι μου πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς. 

Η ολέθρια παρουσία του μοχθηρού αββά στην Ελλάδα κράτησε συνολικά δεκαέξι μήνες. Μπαρκάροντας από το Ναύπλιο, ο ίδιος έδωσε τον απολογισμό του ταξιδιού του: αντίγραφα 2.600 επιγραφών και 300 αναγλύφων, μετάλλια, σχέδια, απόψεις πόλεων και μνημείων. Ερεύνησε για αρχαιότητες σε 63 μοναστήρια και 122 μετόχια. Ύστερα απ’ όλα αυτά, με την επιστροφή του στη Γαλλία, αντί για δόξα και επιστημονικές «δάφνες», τον περίμεναν η χλεύη, η αποδοκιμασία και η γενική κατακραυγήΣ’ αυτές προστέθηκαν και οι κατηγορίες για πλαστογραφία, απάτη και καταστροφή πολιτισμικών μνημείων. Ο ίδιος, οι συνεργάτες και οι «πάτρωνές» του είχαν στιγματιστεί ανεπανόρθωτα…

Έξι χρόνια μετά (1738), ο καταδηωμένος ελληνικός χώρος δέχτηκε ακόμα έναν επισκέπτη με αρπακτικές διαθέσεις, τον John Montague Earl of Sandwich. Νεώτατος, τολμηρός και ευκατάστατος, κατάφερε να συλλέξει μούμιες, μετάλλια και παπύρους από την Αίγυπτο, που επισκέφθηκε πρώτη, αλλά και αρχαία αγγεία, ανάγλυφα και επιγραφές από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο χρονικό του ταξιδιού του, γραμμένο από τον ίδιο, στη Σαλαμίνα είχε επιστρατεύσει ντελάληδες να γνωστοποιήσουν ότι αγοράζει μετάλλια έναν παρά το κομμάτι…

Ο Pωσοτουρκικός Πόλεμος της περιόδου 1770-1774 δεν υπήρξε λιγότερο κρίσιμος για τις αρχαιότητες. Oι Ρώσοι αξιωματικοί κατηγορήθηκαν όχι μόνον ότι αφαίρεσαν λείψανα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά ότι, με τη μανία της αρπαγής, έσπασαν και κατέστρεψαν πολλές φορές μνημεία. O Ολλανδός κόμης H. L. Pasch Van Krienen, για χρόνια στον ρωσικό στρατό, είναι γνωστό ότι μετέφερε στο Λιβόρνο τέσσερα κιβώτια με αρχαία από τα νησιά του Αιγαίου.

Μέχρι το 1780 η αρχαιοσυλλεκτική βουλιμία Άγγλων και Γάλλων είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε κέντρο διερχομένων, με στόχο την επισήμανση αρχαιολογικών χώρων που μέχρι τότε είχαν παραμείνει σχεδόν ανεξερεύνητοι. Το 1785 ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πόλη, Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier, εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, επιχειρεί, διαμέσου του προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα Louis Sebastian Fauvel, επίσης αρχαιοκαπήλου και μεγάλου τοκογλύφου, να αποσπάσει γλυπτά από τον Παρθενώνα. Κατά τη διάρκεια των εργασιών στην κορυφή του ναού κατέρρευσε μια μετόπη. Το περιστατικό αναφέρεται σε υπόμνημα (σχετικά με την καταστροφική επιδρομή του Έλγιν στην Ακρόπολη, είκοσι χρόνια αργότερα):

Γάλλοι τεχνίτες προσπάθησαν να αφαιρέσουν πολλά γλυπτά από διάφορα κτίσματα του φρουρίου και κυρίως από τον Παρθενώνα. Αλλά ενώ κατέβαζαν μια μετόπη, η συσκευή αστόχησε και τα γλυπτά κατέπεσαν και θρυμματίσθηκαν.

Τα υλικά και τα εργαλεία των Γάλλων, τους ματρακάδες, τις σκάλες κ.λπ., θα χρησιμοποιήσουν οι πράκτορες του Έλγιν το 1801. Όχι τυχαία, λοιπόν, ο Λόρδος του Έλγιν τον χαρακτήριζε «δάσκαλό του»

Το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε για έναν χρόνο, το είχε πραγματοποιήσει το 1776, και είχε συγκεντρώσει πολύτιμο υλικό για τις ελληνικές αρχαιότητες και για τον τρόπο ζωής των Ελλήνων της εποχής του, το οποίο δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα. Τα κείμενά του συνοδεύονταν από χαλκογραφίες και σχεδιαγράμματα.

Παρά την κατ’ επίφαση συμπάθεια προς την Ελλάδα, ως πολιτισμικό μέγεθος, δεν έπαυε να είναι ένας κοινός αρχαιοκάπηλος. Είχε αναγάγει τη σύληση σε βασική απασχόλησή του. Διενεργούσε ανασκαφές και συγκέντρωνε αρχαία αντικείμενα στην κατοικία του. Με την ιδιότητα του προξένου υποδεχόταν τους περιηγητές, τους οδηγούσε στους αρχαιολογικούς χώρους και φρόντιζε να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του. Φόρτωσε ολόκληρα καράβια με γλυπτά από τους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής. Στον φίλο και συνεργό του Fauvel έγραφε, χαρακτηριστικά, το 1789:

Άρπαξε ό,τι μπορέσεις. Μην αφήσεις καμιά ευκαιρία για λαφυραγωγία στην Αθήνα και στην περιοχή της. Ξεσήκωσε ό,τι περνάει από το χέρι σου. Μην λυπάσαι ούτε ζωντανούς, ούτε πεθαμένους.

Στο ενεργητικό της συνεργασίας των Gouffier και Fauvel, εκτός από τη μεταφορά στη Γαλλία ολοκλήρου του ναού του Ηφαίστου (Θησείο), ενός σχεδίου του οποίου την εκτέλεση είχε αναθέσει ο πρώτος στον δεύτερο, κι ευτυχώς δεν τελεσφόρησε, περιλαμβάνονταν επίσης οι ανασκαφές –και συνακόλουθες λεηλασίες, φυσικά– στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 1787 (με λεία άγνωστο αριθμό αρχαιοτήτων, που συσκευάστηκαν σε 26 κασόνια και απεστάλησαν σε αποθήκη της Μασσαλίας, όπου κατασχέθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση κατόπιν), οι αποστολές στην Ολυμπία, στη Βερβίτσα (αρχαίες Βάσσες Ηλείας) και στη Μεγαλόπολη, το καλοκαίρι του 1787, η ανακάλυψη και αρπαγή του αγάλματος της Μούσας Ουρανίας από τον λόφο του Αγίου Στεφάνου στη Σαντορίνη, τον Ιούνιο του 1788, νέες ανασκαφές στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1789, με την αρπαγή αγαλμάτων και ενεπιγράφων πλακών, αλλά και η αφαίρεση μίας κολώνας του Ερεχθείου, ενός ενεπιγράφου βάθρου, ενός σπονδύλου και μίας φιάλης από τον Παρθενώνα.

Μετά τον θάνατο του Choiseul Gouffier, το 1817 στο Παρίσι, η μεγάλη συλλογή του πουλήθηκε σε μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες. Το Μουσείο του Λούβρου απέκτησε ένα ικανό τμήμα της. Ύστερα απ’ όλα αυτά, ο βάνδαλος Γάλλος άρπαγας θεωρείται μεγάλος φιλέλληνας (!). Δόθηκε, μάλιστα, και το όνομά του σε μια αθηναϊκή οδό, επειδή υπήρξε… αρχαιολάτρης. Όσο για τον Fauvel, ραδιούργος και πολιτικά επαμφοτερίζων όπως ήταν, κατόρθωσε μέσα από πολλές περιπέτειες και με μεγάλο κόστος, να συμβιβαστεί με τη νέα πολιτική πραγματικότητα στη Γαλλία και να παραμείνει στην Ελλάδα ασκώντας τα προξενικά του καθήκοντα ώς την έκρηξη της Επανάστασης το 1821.

Λίγο πριν την Εθνεγερσία – Ο Έλγιν

Στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου και του 19ου αιώνα, η αλλαγή των διπλωματικών ισορροπιών που επέφεραν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο και η κήρυξη του γαλλοτουρκικού πολέμου οδήγησε στην εξασθένιση της γαλλικής επιρροής στην Πύλη. Οι Άγγλοι, φυσικά, δεν άργησαν να επωφεληθούν, εξασφαλίζοντας προνομιακή μεταχείριση σε πολλά ζητήματα. Αναλογικά, οι «ταξιδιώτες» τους αυξήθηκαν πολύ, συγκριτικά με τους αντίστοιχους Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς, αλλά κι Αμερικανούς. Αυτό φαίνεται κι από το γεγονός ότι οι Έλληνες αποκαλούσαν συνολικά «μυλόρδους» τους ξένους επιφανείς επισκέπτες.

Το 1799 διορίστηκε ως πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη ο Thomas Bruce, 7ος κόμης του Έλγιν. Αμέσως άρχισε να ζητά διευκολύνσεις από την Πύλη για τον εντοπισμό και την αρπαγή αρχαίων θησαυρών. Εκτός από αυτές, εξασφάλισε επίσης και τη συνεργασία δύο διορισμένων «ειδικών»: του κληρικού και λογοτέχνη Joseph D. Carlyle και του νεαρού εφημερίου Philip Hunt.

Ο πρώτος, ως γνώστης της αραβικής γλώσσας, έστρεψε εξ αρχής το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση αρχαίων χειρογράφων, με βιβλικό περιεχόμενο κατά προτίμηση, σε βιβλιοθήκες μοναστηριών και ιδρυμάτων –στην Ελλάδα και το Αιγαίο– αλλά και μέσα στο ανάκτορο του σουλτάνου.

Ο δεύτερος, νεώτερος και δυναμικότερος, αποδύθηκε στη συλλογή κυρίως γλυπτών μνημείων. Είχε σκεφθεί επίσης να αποσπάσει ακόμη και τους λαξευμένους λέοντες από την πύλη των Μυκηνών, αλλά το πλοίο στο οποίο τους προόριζε για φόρτωση ήταν πολύ μακριά, κάτι που καθιστούσε αδύνατη τη μεταφορά τους. Τον Σεπτέμβριο του 1801 βρέθηκε στην Αθήνα, όπου επισκέφθηκε την Ακρόπολη και αφαίρεσε από το Ερεχθείο μία από τις Καρυάτιδες, αφού πρώτα, με την άδεια του βοεβόδα, γκρέμισε το περιτείχισμα που τις κάλυπτε. Σε σχετική αναφορά του προς τον Λόρδο του Έλγιν έγραφε:

Αν βρισκόταν στον Πειραιά μεγάλο αγγλικό πολεμικό πλοίο, θα μπορούσαμε να φορτώσουμε ολόκληρο το εξαίσιο αυτό κτίσμα κι όχι μόνο μία κόρη.

Η Τρωάδα, το Άγιο Όρος (Καρυές, Αθωνιάδα, Μονές) και η Χαλκιδική υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αναζήτησης χειρογράφων και αναγλύφων των δύο απεσταλμένων του πρεσβευτή, που δεχόταν με ευχαρίστηση κάθε «επιτυχία» τους. Στο μυαλό του τελευταίου, πάντως, είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα η σύληση του Παρθενώνα. Πολύ δε περισσότερο, καθώς φοβόταν μια νέα γαλλική επέμβαση στην Ακρόπολη. Ήδη από τον Ιούλιο του 1800 είχε συγκροτήσει και αποστείλει στην Αθήνα πολυμελές συνεργείο με ανάλογο εξοπλισμό, το οποίο αρχικά εκτελούσε απεικονίσεις, καταμετρήσεις και εκπονούσε αρχιτεκτονικά σχέδια των μνημείων της Ακρόπολης.

Το πολυπόθητο γι’ αυτόν φιρμάνι με την υπογραφή του Καϊμακάμ Πασά, απευθυνόμενο προς τον καδή και τον βοεβόδα των Αθηνών, εκδόθηκε τελικά στις 6 Ιουλίου 1801 και επέτρεπεστα μέλη του συνεργείου «να στήνουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων (όπως αποκαλούσαν τον Παρθενώνα), να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτήρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών». Επίσης, περιλάμβανε εντολή της Πύλης «να μην ενοχληθούν τα μέλη του συνεργείου από τον Δισδάρη ή από οποιονδήποτε άλλο, να μην αναμειχθεί κανείς με τα ικριώματα και τα εργαλεία ούτε να εμποδίσει τα μέλη να πάρουν “μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά”».

Με αδρές δωροδοκίες προς τις τουρκικές αρχές των Αθηνών, ο κόμης του Έλγιν πέτυχε να ερμηνεύσει το φιρμάνι όπως ήθελε. Ο αριθμός των αρχαίων που λαφυραγώγησε σε διάστημα 18 μηνών ανέρχεται σε 253 ανάγλυφα και αγάλματα, εκτός από τα μικρά αντικείμενα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται μετόπες και πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα, αγάλματα από το ανατολικό και δυτικό αέτωμα, η Καρυάτιδα και ο κομψότατος κίονας του Ερεχθείου και το μεγάλο άγαλμα του Βάκχου πάνω από το Θέατρο του Διονύσου. Παράλληλα, η ολοκληρωτική καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά την αφαίρεσή τους από τη θέση τους, λόγω των πρωτογόνων μεθόδων απόσπασης, προκάλεσε αλγεινότερα συναισθήματα από εκείνα που δημιούργησε η αρπαγή τόσων άλλων.

Πολλά από τα αρχαία σπαράγματα φορτώθηκαν στο πλοίο «Μέντωρ», με σκοπό τη μεταφορά τους στη Βρετανία. Αυτό, όμως, ναυάγησε έξω από τα Κύθηρα. Επιστρατεύοντας ντόπιους βουτηχτές, ο λόρδος κατάφερε να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του πολυτίμου φορτίου. Η πλούσια συλλογή των κλεμμένων θησαυρών παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι την εποχή που χρεωκόπησε κι αναγκάστηκε να την πουλήσει στο κράτος.

Τα έργα και οι ημέρες του Thomas Bruce στην Ακρόπολη των Αθηνών, παρά τις αντιδράσεις λογίων και επιφανών Ευρωπαίων όπως ο Βύρων, κέντρισαν γρήγορα τη βουλιμία πολλών αρχαιοφίλων της Ευρώπης. Το 1807, στη Ρώμη, συγκροτήθηκε μια «εταιρεία» (μάλλον «συμμορία» είναι ο πιο δόκιμος όρος) για την προώθηση της διενέργειας ανασκαφών στο ελληνικό έδαφος.

Ο φιλότουρκος νεαρός Άγγλος αρχιτέκτων Charles Robert Cockerell ήταν από τα σημαντικότερα στελέχη της. Έφθασε στην ηπειρωτική Ελλάδα το 1810, και για έξι χρόνια, με πρόσχημα την αρχαιοδιφία, είχε επιδοθεί σε ανασκαφές και υφαρπαγές μνημείων. Ερευνώντας στην Αίγινα το 1811, σε συνεργασία με άλλους, έφερε στο φως αγάλματα και ανάγλυφα από τα αετώματα του ναού της Αφαίας. Προσεταιριζόμενος τοπικούς προεστούς, κατόρθωσε να τα βγάλει από το νησί. Κατέληξαν στην Αθήνα, για να συγκολληθούν και να αναζητηθεί αγοραστής. Τελικά, μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, μακριά από τον τουρκικό ζυγό, όπου και δημοπρατήθηκαν διεθνώς.

Η ομάδα υπό τον Cockerell επέστρεψε στον Μωριά το 1812, με σκοπό αυτή τη φορά τον ναό του Απόλλωνος στις Βάσσες της Ηλείας. Ωστόσο, οι Ανδριτσάνοι που είχαν μισθωθεί για τις δέουσες ανασκαφές, από δεισιδαιμονία κυρίως, δεν δέχθηκαν να συνεχίσουν, αφήνοντας μόνους τους ξένους. Κάποιες επιχειρήσεις εκφοβισμού τους από ντόπιους, λίγο αργότερα, έφεραν αποτέλεσμα και, τελικά, η ομάδα έφυγε σχεδόν άπρακτη. Επανήλθε, όμως, το καλοκαίρι του 1813 και, με έγγραφη άδεια του Βεληπασά της Τριπολιτσάς (με το αζημίωτο, φυσικά), προχώρησε σε ανασκαφές και εξαγωγή των γλυπτών κυρίως ευρημάτων από το λιμάνι του Ναυαρίνου, παρά τις ζωηρές αντιδράσεις του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Τα αρχαία μεταφέρθηκαν στα Επτάνησα, όπου πουλήθηκαν στον Άγγλο διοικητή κι από εκεί στο Λονδίνο.

Ζηλωτής της δόξας τού Cockerell δεν άργησε να γίνει κι ο φίλος και συνεργάτης του Δανός αρχαιολόγος, P.O. Bronsted. Το 1811 βρέθηκε στην Κέα για ανασκαφικές επιχειρήσεις. Είναι από τους ελαχίστους που εκφράστηκαν στα χρονικά τους με συμπάθεια για τον υπόδουλο Ελληνισμό, χωρίς ωστόσο αυτό να τον εμποδίσει να επωφεληθεί από την αμάθειά του και, ύστερα από ανασκαφές τριών εβδομάδων, να πάρει πλήθος αρχαίων αντικειμένων που βρήκε στη νησιωτική γη.

Την πρωτοκαθεδρία των Βρετανών στη βιομηχανία της αρπαγής αρχαιοτήτων ήλθε να θέσει εν αμφιβόλω ένας Γάλλος, μόλις δώδεκα μήνες πριν από την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πρόκειται για τον Lodoïs de Martin du Tyrac, κόμη του Marcellus, που είχε διοριστεί στην πρεσβεία της χώρας του στην Κων/πολη, το 1816, και για τέσσερα χρόνια περιδιάβαινε την Ελλάδα και τη Μ. Ασία ως περιηγητής, συντάσσοντας και σχετικό χρονικό. Σ’ αυτό αφηγείται, χωρίς όμως να καθιστά απόλυτα ξεκάθαρο, πώς απέκτησε την Αφροδίτη της Μήλου όταν επισκέφθηκε το νησί, το 1820. Το άγαλμα, βέβαια, το οποίο είχε βρεθεί πολύ νωρίτερα από έναν αγρότη ονόματι Γιώργη, που καλλιεργούσε στο χωράφι του, το εποφθαλμιούσε ένας καλόγερος του νησιού για να το δωρίσει στον Δραγουμάνο του Στόλου, Νικ. Μουρούζη, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοιά του.

Ο Γάλλος κόμης, δυναμικός και… γενναιόδωρος, κατάφερε να πείσει τόσο τον αγρότη, όσο και τους πρόκριτους του νησιού (που μεταγενέστερα τιμωρήθηκαν για τις αποφάσεις τους με πρόστιμο και μαστίγωμα), να ματαιώσουν την προετοιμασμένη αποστολή του αγάλματος και να το φορτώσουν στο δικό του πλοίο, με το οποίο τελικά μεταφέρθηκε στη Σμύρνη, κι από εκεί, τον Φεβρουάριο του 1821, βρέθηκε στο Παρίσι. Παραταύτα, όμως, είναι μάλλον απίθανο να έφυγε η Αφροδίτη από το νησί χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις, ενώ είναι γεγονός ότι η συναισθηματική απήχηση της απομάκρυνσης του αγάλματος από το νησί, και την Ελλάδα γενικότερα, υπήρξε καίρια, επηρεάζοντας και τις κατοπινές γενεές.

Η περίπτωση της Αφροδίτης της Μήλου, πάντως, ήταν και η τελευταία μεγάλης σπουδαιότητας πράξη αρχαιοκαπηλίας που σημειώθηκε. Με τον ξεσηκωμό του Γένους, η κατάσταση άρχισε βαθμιαία να αλλάζει και να διαμορφώνεται έτσι, ώστε, σιγά-σιγά, να παγιωθεί η αντίληψη στον δυτικό κόσμο ότι η εποχή της αχαλίνωτης ασυδοσίας κάποιων υστερόβουλων αρχαιοφίλων έδυε, χωρίς βεβαίως να λείπουν και κάποια μεμονωμένα περιστατικά αρχαιοκαπηλίας αργότερα, όπως η αρπαγή της Νίκης της Σαμοθράκης35.

Συμπεράσματα

Μια χρονικά επιτομική θεώρηση της καταστάσεως της ελληνικής μνημειακής κληρονομιάς επί Τουρκοκρατίας, χωρίς την ιδιαίτερη παράθεση λεπτομερειακών στοιχείων, είναι αρκετή για να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα. Έχουμε προ οφθαλμών πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα τοποθετημένα μέσα σε ένα ιστορικό γίγνεσθαι από το οποίο μπορούμε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Το κυριότερο από αυτά δεν μπορεί να είναι άλλο από τη διαπίστωση ότι οι διάφοροι «περιηγητές», «ταξιδιώτες», «επισκέπτες», ή όπως αλλιώς χαρακτηρίστηκαν οι κάθε λογής αρχαιολάγνοι διερχόμενοι, μόνο φίλοι του ελληνικού πολιτισμού και του Ελληνισμού δεν υπήρξαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία.

Μπορεί να άφησαν πίσω τους χρονικά και απομνημονεύματα που, ομολογουμένως, παρέχουν πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για την κατάσταση του υπόδουλου ελληνικού Γένους, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει τόσο τους ιδίους, όσο και τους αποστολείς τους, για τον παραλογισμό και την απερίγραπτη –και με διαχρονικές επιπτώσεις– φθορά που προξένησαν στην Ελλάδα ως χώρα και ως πολιτισμικό μέγεθος.

Η τακτική των μικρόψυχων και τυχάρπαστων ανθρώπων, προερχομένων από πολιτισμικά ασήμαντους λαούς, που ταξιδεύουν από σκοτεινές χώρες για να «πλιατσικολογήσουν» στο Ελληνικό Φως, προσπαθώντας να γεμίσουν τα άδεια μουσεία τους και να καλύψουν έτσι το κενό της ιστορικής ανυπαρξίας τους, είχε καταστεί για αιώνες εγκληματική συνήθεια. Ο βάρβαρος αυτός ιμπεριαλισμός αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της Ευρώπης, χωρίς κανένα ψιμύθιο. Σαν πραγματικό προφητικό βάλσαμο ακούγονται τα λόγια του Αθανασίου Ψαλλίδα (προς τον φίλο του λόρδου Βύρωνα, Hobehouse, το 1815 στα Ιωάννινα):

Εσείς μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά. Κάποια μέρα θα έρθουμε να σας τα ξαναζητήσουμε.

Advertisement

Επισκεφτείτε το κανάλι μου στο youtube αν ψάχνετε πραγματικά να βρείτε την αλήθεια… Η Ενημέρωση που δεν θα ακούσετε ποτέ από τα κυρίαρχα ΜΜΕ… Υποστηρίξτε αυτόν τον αγώνα με την εγγραφή, τα κόσμια σχόλια και τα λάικ σας…

Advertisement

Σχετικές αναρτήσεις

Ο Νίκολα Τέσλα αθέτησε τον όρκο του λίγο πριν από το θάνατό του και αποκάλυψε κάτι τρομακτικό

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ

Ποιος δολοφόνησε την Αυτοκρατορική Οικογενειακή Δυναστεία των Ρομανόφ; Μαντέψτε ποιος επέζησε! Ο Τραμπ λέει ότι είμαστε σε πόλεμο με έναν «αόρατο εχθρό»!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ

ΤΙ ΕΓΙΝΕ – ΚΑΙ ΧΑΘΗΚΕ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΛΑΜΠΡΟΥΣ “ΠΑΛΑΙΟΥΣ / ΑΡΧΑΙΟΥΣ” ΝΑΟΥΣ… ΚΑΙ ΤΙΣ ΙΕΡΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ ??

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ