Επιχείρηση GIFT: Η ισραηλινή επιδρομή στο αεροδρόμιο της Βηρυτού.. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών είχε ως αποτέλεσμα την αντιστρόφως ανάλογη ενίσχυση της θέλησης και του ενθουσιασμού της παλαιστινιακής νεολαίας για ένοπλη δράση εναντίον του Ισραήλ…
Η πρώτη αντίδραση μετά τον πόλεμο του Ιουνίου του 1967 από την Αίγυπτο και τη Συρία ήταν η παρενόχληση με οποιονδήποτε τρόπο των Ισραηλινών στα κατακτημένα εδάφη.
Σταδιακά, και με κύριο εκφραστή τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ, οι σποραδικές συγκρούσεις κλιμακώθηκαν, σε γη, αέρα και θάλασσα, σε αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως «Πόλεμος της Φθοράς» ή «Πόλεμος των 1.000 Ημερών».
Από την πλευρά τους, οι Παλαιστίνιοι άρχισαν αμέσως μια συνεχή προσπάθεια παρενόχλησης των Ισραηλινών στη δυτική όχθη του Ιορδάνη και το βόρειο Ισραήλ, διεξάγοντας νυκτερινές καταδρομικές επιχειρήσεις.
Το μεγαλύτερο όπλο που διέθεταν αυτοί οι μαχητές της Φατάχ ήταν ο νεανικός ενθουσιασμός, η πίστη στον αγώνα τους και φυσικά το μίσος προς τους Ισραηλινούς.
Με περιορισμένη στρατιωτική εκπαίδευση, φτωχό γενικά εξοπλισμό, ελλιπή σχεδιασμό και δρώντας σε ένα περιβάλλον που δεν ευνοούσε τη δράση τους, δεν μπορούσαν να καταφέρουν αποτελεσματικά πλήγματα στον αντίπαλο.
Από την άλλη πλευρά, οι Ισραηλινοί, ενεργοποιώντας άμεσα την υπηρεσία εσωτερικής ασφαλείας Shin Bet και δραστηριοποιώντας επίλεκτα σώματα ανιχνευτών (Sayeret), κατάφεραν σε σύντομο σχετικά διάστημα να σφραγίσουν τη δυτική όχθη.
Ένα από τα παρακλάδια της ΟΑΠ ήταν και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΛΜΑΠ), με ιδρυτή και πνευματικό ηγέτη τον δρα Τζορτζ Χαμπάς και επικεφαλής επιχειρήσεων τον δρα Ουάντι Χαντάντ. Στα τέλη του 1967 έγινε μια ειδική σύσκεψη του ΛΜΑΠ, για να εξεταστεί το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο αγώνας των Παλαιστινίων.
Γενικά σκεπτικισμός και αδυναμία εύρεσης εναλλακτικών λύσεων διακατείχε τους παρευρισκομένους, ώσπου τον λόγο έλαβε ο Χαντάντ. Αυτός πρότεινε με λίγα λόγια μια αλλαγή στον στρατηγικό τρόπο δράσης, με επίκεντρο θεαματικές επιχειρήσεις από κατάλληλα εκπαιδευμένους άνδρες στα αδύνατα σημεία των Ισραηλινών, που θα προσέλκυαν την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης.
Από το τοπικό θέατρο, η διαμάχη των Αράβων και των Ισραηλινών θα αποκτούσε έτσι παγκόσμια διάσταση. Η πρώτη ιδέα ήταν να γίνει μια αεροπειρατεία σε ένα αεροσκάφος της EL AL εν πτήσει, με σκοπό την ανταλλαγή των ομήρων επιβατών με λύτρα.
Τη νύχτα της 22ας Ιουλίου 1968, ένα Boeing 707 της EL AL πραγματοποιούσε την πτήση 426 από το αεροδρόμιο του Φιουμιτσίνο της Ρώμης προς το Τελ Αβίβ. Ανάμεσα στους 35 επιβάτες περιλαμβάνονταν και τρεις Άραβες, που δεν κρίθηκαν ύποπτοι εφόσον ήσαν –όπως και τόσοι άλλοι– Ισραηλινοί υπήκοοι.
Λίγο μετά την μεσονύχτια απογείωση, οι τρεις Άραβες, μέλη του ΛΜΑΠ, ακινητοποίησαν με τα όπλα επιβάτες και πλήρωμα και κατηύθυναν το αεροσκάφος στο αεροδρόμιο Νταρ ελ Μπέιντα, κοντά στην αλγερινή πρωτεύουσα.
Σύμφωνα με ισραηλινές εκτιμήσεις, οι αεροπειρατές είχαν ανεπτυγμένες γνώσεις στην πλοήγηση και διακυβέρνηση του επιβατικού αεροσκάφους, πράγμα που αποδεικνύει πόσο μελετημένη και καλά οργανωμένη ήταν η επιχείρηση του ΛΜΑΠ. Μετά από πέντε ημέρες, απελευθερώθηκαν οι 23 μη Ισραηλινοί επιβάτες και αργότερα τα γυναικόπαιδα και κρατήθηκαν μόνο 12 άνδρες.
Το Ισραήλ είχε αιφνιδιασθεί και προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, τα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας έπεσαν πάνω στους αεροπειρατές και τα αιτήματά τους. Μετά από 39 ημέρες σκληρών διαπραγματεύσεων, το Ισραήλ συμφώνησε σε αντάλλαγμα να απελευθερώσει από τις φυλακές του 16 κρατούμενους Παλαιστινίους.
Μπροστά στο φάσμα της αεροπειρατείας, η ισραηλινή πλευρά δεν μπορούσε παρά να λάβει τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα για την αποφυγή στο μέλλον παρομοίων περιστατικών.
Έτσι, αφού εντάθηκαν σε υπερβολικό βαθμό οι έλεγχοι ασφαλείας πριν την απογείωση κάθε αεροσκάφους της ΕL AL, τοποθετήθηκαν στις πτήσεις κεκαλυμμένοι πράκτορες της Shin Bet, οπλισμένοι με υποπολυβόλα Uzi και αυτόματα Beretta, σε μια προσπάθεια να κατασταλεί ενδεχόμενη απόπειρα αεροπειρατείας εν τη γενέσει της.
Το επόμενο χτύπημα ήλθε στις 26 Οκτωβρίου 1968, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα, όταν ένα Boeing 707 της EL AL με προορισμό τη Νέα Υόρκη, ενώ ανέμενε στην αρχή του αεροδιαδρόμου για να απογειωθεί, έγινε στόχος δύο Παλαιστινίων οι οποίοι άνοιξαν πυρ με αυτόματα όπλα και εκτόξευσαν χειροβομβίδες.
Αφού το Boeing ακινητοποιήθηκε, ανεφλέγη, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας επιβάτης, να τραυματιστεί σοβαρά μια αεροσυνοδός και να υποστούν ελαφρύτερα τραύματα πολλοί επιβάτες.
Οι δράστες της επίθεσης, που είχαν φθάσει στην Αθήνα με πτήση της Air France από τη Βηρυτό, αν και συνελήφθησαν από τις ελληνικές Αρχές, σύντομα απελευθερώθηκαν ως αντάλλαγμα, όταν το ΛΜΑΠ εκτέλεσε γι’ αυτόν τον σκοπό αεροπειρατεία σε αεροσκάφος της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
Ισραηλινή αντίδραση
Αμέσως μετά το επεισόδιο στην Αθήνα, σε επείγουσα σύσκεψη στο Τελ Αβίβ όπου παρίσταντο πολλοί Ισραηλινοί αξιωματούχοι, ο πρωθυπουργός Λεβί Εσκόλ επιχειρούσε να χαράξει την πολιτική αντίδρασης στο κύμα επιθέσεων εναντίον του ισραηλινού εθνικού αερομεταφορέα.
Στο πρόσφατο παρελθόν είχαν εξεταστεί διάφορα σενάρια δράσης ως απάντηση στις επιχειρούμενες αεροπειρατείες. Στη διάρκεια της κρίσης του Ιουλίου με το αεροσκάφος της EL AL στο αεροδρόμιο του Αλγερίου, είχε προταθεί η επιχείρηση διάσωσης των ομήρων μέσω μιας αεροπειρατείας που θα πραγματοποιούσαν οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις σε ένα αεροσκάφος της Air Algerie, ή η καταστροφή μερικών επιβατικών αεροσκαφών ως αντίποινα, αλλά και με σκοπό την αποτροπή στο μέλλον.
Αυτή η πρώτη επιχείρηση, που έλαβε την κωδική ονομασία GIFT («Δώρο»), δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή, εφόσον, παρ’ όλη την ετοιμότητα που εξέφρασαν οι στρατιωτικές αρχές για την ανάληψη μιας τέτοιας επιχείρησης σε απόσταση 3.000 χιλιομέτρων από το Ισραήλ, οι διπλωματικές επαφές και διαπραγματεύσεις έφεραν το αποτέλεσμα που προανεφέρθη.
Μια περισσότερο συζητημένη σκέψη στο πλαίσιο της επιχείρησης «Δώρο» ήταν η επιδρομή στο διεθνές αεροδρόμιο της Βηρυτού, όπου δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων του ισραηλινού Στρατού θα «απήγαγαν» αρκετά επιβατικά τζετ, τα οποία θα οδηγούντο στο Ισραήλ. Στην συνέχεια τα πανάκριβα αεροσκάφη θα αντηλλάσσοντο με τους ομήρους της πτήσης 426 της EL AL.
H επίθεση στην Βηρυτό σε απόσταση μόλις 90 χιλιομέτρων από τα σύνορα του Ισραήλ προσέφερε βέβαια πολλαπλάσιες πιθανότητες επιτυχίας. O κοινός παρονομαστής των αεροπειρατών ήταν η εξόρμησή τους από τον Λίβανο και η έξοδός τους για τις αεροπειρατείες από το αεροδρόμιο της Bηρυτού. H έδρα του ΛMAΠ ήταν ο Λίβανος και εκεί εξεπαιδεύοντο, διαβιούσαν και τελικά εύρισκαν καταφύγιο μετά τις επιχειρήσεις.
Ένα πλήγμα στον Λίβανο θα ευαισθητοποιούσε και την κυβέρνηση, ώστε να ασκήσει πίεση στους Παλαιστινίους για να μην χρησιμοποιούν τα εδάφη του για τα χτυπήματα εναντίον του Ισραήλ.
Το σίγουρο είναι ότι ο Λίβανος, λόγω της εξέχουσας θέσης που κατείχε στον χώρο της Μέσης Ανατολής ως οικονομικό και επενδυτικό κέντρο, σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να ανατραπεί η εικόνα σταθερότητας και ασφάλειας που ήθελε να προβάλλει στο εξωτερικό.
Στην ειδική σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Εσκόλ εξετάστηκαν και άλλες προτάσεις για τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίδρασης, όπως ήταν η καταστροφή των εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων της ΟΑΠ στον Λίβανο, ή μία μικρής κλίμακας εισβολή στο νότιο τμήμα της χώρας με παράλληλη στρατιωτική παραμονή, έως ότου η κυβέρνηση του Λιβάνου λάβει μέτρα για την αποκατάσταση του ελέγχου στην δράση της ΟΑΠ από το λιβανικό έδαφος.
Εξετάστηκαν επίσης ιδέες όπως ο εναέριος βομβαρδισμός των εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων της ΟΑΠ στον Λίβανο και σε άλλες θέσεις στη Συρία, και τελικά μια συνδυασμένη επιχείρηση αλεξιπτωτιστών και τεθωρακισμένων στο όρος Χερμόν, κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο και τη Συρία.
Στο τέλος, όμως, έχοντας υπ’ όψιν την προσπάθεια της ΟΑΠ να καταστήσει τα αεροπορικά ταξίδια με την EL AL επικίνδυνα ώστε να καταστραφεί οικονομικά ο εθνικός αερομεταφορέας, αποφασίστηκε η επίθεση στην Βηρυτό και η καταστροφή επιβατικών αεροσκαφών διαφόρων αραβικών αερογραμμών ως άμεσο αντίποινο, για να δοθεί το μήνυμα ότι και οι αραβικές εταιρείες αερομεταφορών θα είχαν την ίδια τύχη.
Σχεδίαση της αποστολής
Αργά την Πέμπτη 26 Οκτωβρίου, κλήθηκε στο Γενικό Επιτελείο ο Ταξίαρχος Ραφαέλ Εϊτάν, Διευθυντής Αλεξιπτωτιστών και Πεζικού, και του ανατέθηκε η εκτέλεση της Επιχείρησης «Δώρο» για το Σάββατο 28 Οκτωβρίου. Ο Εϊτάν (αργότερα Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου) ήταν η ιδανική επιλογή για να ηγηθεί της Επιχείρησης.
Βετεράνος τριών πολέμων, με πολλά τραύματα, αποτελούσε πραγματικό εθνικό κεφάλαιο στον χώρο των ισραηλινών ειδικών δυνάμεων. Διακρινόταν για την ευρύτητα σκέψεως, το οργανωτικό πνεύμα, τη φροντίδα για τους υφιστάμενους μαχητές και την προσωπική του ανάμειξη και συμμετοχή όχι μόνο στην προετοιμασία, αλλά και στην εκτέλεση των αποστολών που ανελάμβανε, δίδοντας πρώτος απ’ όλους το παράδειγμα και εμπνέοντας τους άνδρες του.
Η εκτέλεση της αποστολής μέσα σε 36 ώρες απαιτούσε κατ’ αρχήν την συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών για την ακριβέστερη δυνατή κατάρτιση του σχεδίου. Φυσικό ήταν στην σχεδίαση της επιχείρησης να ληφθούν υπ’ όψιν τα υπάρχοντα ήδη σχέδια που είχαν καταστρωθεί στο κοντινό παρελθόν.
Η αίτηση για αναγνωριστική πτήση αεροσκάφους πάνω από το αεροδρόμιο της Βηρυτού απορρίφθηκε, για να μην εγείρει κάποια υποψία περί επικείμενης επιδρομής. Αντίθετα, χρησιμοποιήθηκαν εκτενέστατα παλαιότερες αεροφωτογραφίες για την ακριβή εξέταση του πεδίου όπου εκαλούντο να δράσουν οι ειδικές δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, εξετάστηκαν διάφορα άτομα τα οποία, έχοντας στο παρελθόν βρεθεί στον χώρο του αεροδρομίου της Βηρυτού, μπορούσαν να προσθέσουν πολύτιμες πληροφορίες για την λεπτομερέστερη δυνατή αξιολόγηση του χώρου.
Όλες οι υπηρεσίες πληροφοριών του Ισραήλ αναμείχθηκαν με τον δικό τους τρόπο στον αγώνα συλλογής στοιχείων γύρω από την Επιχείρηση «Δώρο». Τόσο η Shin Bet (υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικού), η A’man (στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών) όσο και η Mossad (υπηρεσία πληροφοριών εξωτερικού) άρχισαν να εξετάζουν με προσοχή τα αρχεία τους και κατάφεραν να συλλέξουν πληθώρα στοιχείων για τις δυνάμεις χωροφυλακής και στρατού που στάθμευαν εγγύς του αεροδρομίου, ώστε αυτές να απομονωθούν, εφόσον η επέμβασή τους ήταν δυνατό να περιπλέξει την κατάσταση.
Ειδικότερα έπρεπε να προσεχθεί μια διμοιρία κομμάντο του λιβανικού Στρατού, η οποία στάθμευε μόνο λίγα χιλιόμετρα μακριά. Η δύναμη Χωροφυλακής που φρουρούσε το αεροδρόμιο προσδιορίστηκε με τέτοια λεπτομέρεια, ώστε λέγεται ότι έγινε γνωστό πως συνήθως οι ένοπλοι άνδρες έφεραν μόνο έναν γεμιστήρα για τα γαλλικά πιστόλια Manurhin SL των 7,65 χλστ. με τα οποία ήταν οπλισμένοι.
Με ακρίβεια προσδιορίστηκαν τα δρομολόγια και οι πτήσεις που θα εκτελούντο από το αεροδρόμιο Βηρυτού την δεδομένη ημερομηνία, ώστε να εκτιμηθεί κατά το δυνατόν ακριβέστερα ο αριθμός των επιβατικών αεροσκαφών που θα ευρίσκοντο εκεί την στιγμή της επίθεσης και να μειωθεί ο απαιτούμενος χρόνος για την καταστροφή τους. Λέγεται ότι οι ισραηλινές υπηρεσίες προέβησαν ακόμη και σε διαρρήξεις αεροπορικών και ταξιδιωτικών γραφείων στο εξωτερικό, με σκοπό να γίνει γνωστός ο προγραμματισμός πτήσεων που αφορούσε το αεροδρόμιο Βηρυτού.
Προσδιορίστηκε, επίσης, ο χώρος όπου θα στάθμευαν τα αεροσκάφη και ο διαχωρισμός που πιθανόν υπήρχε με τα αεροσκάφη ξένων αεροπορικών εταιρειών.
Καθώς στόχος της επιδρομής ήταν αραβικές αεροπορικές εταιρείες, οι άνδρες που θα συμμετείχαν στην αποστολή εφοδιάστηκαν με πλαστικές καρτέλες αναγνώρισης, με τα εμβλήματα όλων των αραβικών αερογραμμών.
Η απομνημόνευση των εμβλημάτων μαζί με τους τύπους αεροσκαφών που χρησιμοποιούνταν, συνοδεύτηκε από περιοδική εξέταση των ανδρών από τους επικεφαλείς αξιωματικούς για εξασφάλιση της σωστής αναγνώρισης των στόχων.
Ο Εϊτάν και οι επικεφαλής αξιωματικοί ενημερώθηκαν από ειδικούς στα εκρηκτικά και μηχανικούς της EL AL για την θέση στην οποία θα ετοποθετούντο οι εκρηκτικές ύλες, ώστε με την ελάχιστη δυνατή ποσότητα να εξασφαλίσουν την απόλυτη αχρήστευση του αεροσκάφους. Αποφασίστηκε έτσι να τοποθετηθούν σε δύο σημεία, στο ριναίο σύστημα προσγείωσης ώστε να καταστραφεί ο θάλαμος διακυβέρνησης, και στο σημείο της ένωσης των πτερύγων με την άτρακτο, ώστε να καταστραφούν οι δεξαμενές καυσίμων.
Σε μια τέτοια ειδική επιχείρηση, προτάθηκε η ανάθεσή της στην πλέον επίλεκτη δύναμη ειδικών επιχειρήσεων του ισραηλινού Στρατού, την Sayeret Mat’kal. Η μονάδα αυτή, με την απευθείας υπαγωγή της στο Γενικό Επιτελείο, αποτελούσε την απάντηση σε κάθε ειδική απαίτηση της ανώτατης ηγεσίας.
Με την εξαιρετικά απαιτητική επιλογή του προσωπικού, το ιδιαίτερο και προωθημένο πρόγραμμα εκπαιδεύσεως, το ανεπτυγμένο δόγμα επιχειρήσεως και την συσσωρευμένη εμπειρία από παλαιότερες απόρρητες αποστολές, η Sayeret Mat’kal αποτελούσε την εγγύηση για επιτυχία της Επιχείρησης «Δώρο».
Λόγω, όμως, του περιορισμένου δυναμικού του τμήματος αυτού και για λόγους διατηρήσεως της μυστικότητας δράσης αυτής της άγνωστης τότε δύναμης, αποφασίστηκε και η συμμετοχή επίλεκτων ανδρών της Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών και συγκεκριμένα των Ανιχνευτών Αλεξιπτωτιστών της (Sayeret Tzanhanim).
Ο Ταξίαρχος Εϊτάν αποφάσισε τον σχηματισμό τριών ομάδων κρούσης ως εξής:
• Ομάδα Γιάιρι. Η εμπροσθοφυλακή της δύναμης κρούσης, διοικούμενη από τον διοικητή της Sayeret Mat’kal Αντισυνταγματάρχη Oύζι Γιάιρι και αποτελούμενη από 44 άνδρες του τμήματος. Η ομάδα αυτή θα μετεφέρετο με δύο ελικόπτερα SA-341K Super Frelon, τα οποία θα προσεγειώνονταν στο βόρειο άκρο του αεροδρομίου. Αφού θα κατέστρεφε τα αραβικά επιβατικά αεροσκάφη στον χώρο αυτό, η ομάδα θα απεσύρετο στο σημείο διασταύρωσης των δύο αεροδιαδρόμων, ώστε να μεταφερθεί πίσω με ελικόπτερο.
• Ομάδα Ντιγλί. Η ομάδα αυτή, διοικούμενη από τον υποδιοικητή της Sayeret Mat’kal Ταγματάρχη Μεναχέμ Ντιγκλί, περιελάμβανε άλλους 44 καταδρομείς. Με άλλα δύο ελικόπτερα Super Frelon θα μετεφέρετο στο νότιο τμήμα του αεροδρομίου που γειτνίαζε με μια στρατοκρατούμενη φτωχογειτονιά μουσουλμάνων και προσφυγικά στρατόπεδα Παλαιστινίων. Αφού κατέστρεφε τα αραβικά αεροσκάφη στον τομέα της, θα έσπευδε στο ίδιο σημείο συγκεντρώσεως με την Ομάδα Γιάιρι, για την επιστροφή. Σε περίπτωση επέμβασης του λιβανικού Στρατού ή των Παλαιστινίων ενόπλων από τα κοντινά στρατόπεδα προσφύγων, που θα καθιστούσε αδύνατη την απόσυρση με ελικόπτερα, η ομάδα είχε ως αποστολή να εξασφαλίσει ένα μικρό προγεφύρωμα για μια θαλάσσια επιχείρηση εκκένωσης. Λόγω ακριβώς αυτής της αποστολής, εικάζεται ότι η ομάδα αυτή ήταν βαρύτερα εξοπλισμένη, διαθέτοντας αντιαρματικά μπαζούκα και αντιαρματικές οπλοβομβίδες.
• Ομάδα Νέγκμπι. Η ομάδα απετελείτο από 44 ανιχνευτές αλεξιπτωτιστές της Sayeret Tzanhanim και είχε επικεφαλής τον διοικητή λόχου, Λοχαγό Γκάντι Νέγκμπι. Μεταφερόμενη επίσης με ελικόπτερα Super Frelon, είχε ως αποστολή την καταστροφή αεροσκαφών στον κεντρικό τομέα του αεροδρομίου μέχρι το κυρίως τέρμιναλ των επιβατών.
Η λογιστική υποστήριξη που απαίτησε η Επιχείρηση «Δώρο» κατέληξε στην χρήση πολλών μέσων για τη μεταφορά της δύναμης κρούσης, αλλά και την εξασφάλιση της ασφαλούς επιστροφής. Ενεπλάκησαν έτσι οι Μοίρες μεταφορικών ελικοπτέρων της ισραηλινής Αεροπορίας, με τον Αντισμήναρχο Ελιεζέρ Κοέν για τα Bell 205 και τον Αντισμήναρχο Τσέιμ Νάβε διοικητή των Super Frelon. Διατέθηκαν έξι ελικόπτερα Super Frelon για την μεταφορά και εκκένωση της δύναμης και άλλα δύο κρατήθηκαν ως εφεδρεία.
Άλλα οκτώ Bell 205 προστέθηκαν, ένα εκ των οποίων θα αποτελούσε τον εναέριο σταθμό διοικήσεως όπου θα επέβαινε ο Ταξίαρχος Εϊτάν, ενώ τα υπόλοιπα θα ίπταντο πάνω από το αεροδρόμιο χρησιμεύοντας ορισμένα ως μεταφορικά τραυματιών και άλλα σε ένα είδος ενέδρας, για να αποτρέψουν τυχόν στρατιωτικές δυνάμεις να προσεγγίσουν το αεροδρόμιο, αποκόπτοντάς τους την οδό πρόσβασης.
Σμήνος τεσσάρων μεταγωγικών αεροσκαφών Nord 2501D Noratlas θα πετούσε πάνω από την Βηρυτό σε περίπτωση που απαιτείτο μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση διάσωσης, αν η δύναμη των επιδρομέων κινδύνευε να καταστραφεί. Μία Μοίρα μαχητικών αεροσκαφών Mirage IIICJ θα πετούσε πάνω από την Μεσόγειο και θα έσπευδε να παράσχει υποστήριξη σε περίπτωση που εζητείτο, με τα πυροβόλα των 30 χλστ.
Επιπλέον, άλλες Μοίρες μαχητικών ευρίσκοντο σε ετοιμότητα για παροχή αεροπορικής κάλυψης, αν έκαναν την εμφάνισή τους μαχητικά Mirage IIIEL και Hunter F.70 της λιβανικής Αεροπορίας.
Λίγο έξω από την ακτή της Βηρυτού μία δύναμη 6 τορπιλακάτων κλάσης Ayah θα παρέμενε σε αφάνεια σε μικρή απόσταση, έτοιμη να επέμβει σε περίπτωση που η διαφυγή δια της θαλάσσης ήταν η μοναδική λύση. Σύμφωνα με πληροφορίες, πάνω στις τορπιλακάτους μετεφέρετο και μια μικρή δύναμη βατραχανθρώπων (Kommando Yami) του ισραηλινού Ναυτικού, έτοιμη να επέμβει σε περίπτωση ανάγκης.
Ενώ τελείωναν οι πολυσύνθετες εργασίες στον τομέα της λογιστικής υποστήριξης που απαιτούσε μια τέτοια επιχείρηση, ο πρωθυπουργός Εσκόλ ενημερώθηκε από τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατηγό Μπαρ Λεβ.
Χρησιμοποιώντας μια τεράστια αεροφωτογραφία τοίχου του αεροδρομίου της Βηρυτού, ο στρατηγός ανέλυσε το κάθε στάδιο της επιχείρησης και την αποστολή των ομάδων εντυπωσιάζοντας τον πρωθυπουργό, ο οποίος έμεινε φανερά ικανοποιημένος, ιδιαίτερα μετά την διαβεβαίωση ότι επρόκειτο να χτυπηθούν 4-5 αεροσκάφη και ότι θα κατεβάλλετο προσπάθεια να υπάρξει ο ελάχιστος δυνατός αριθμός θυμάτων.
Επίσης, ο ελάχιστος χρόνος παραμονής των επιδρομέων στον χώρο, από την άφιξή τους μέχρι να αποσυρθούν, που είχε ορισθεί στα 30 λεπτά, προδιέθετε καθέναν για την επιτυχή τελικά διεξαγωγή του όλου εγχειρήματος.
Το μεγαλύτερο μέρος της 28ης Δεκεμβρίου σπαταλήθηκε στην πρακτική εκπαίδευση των καταδρομέων, μέσα στους χώρους του αεροδρομίου Λοντ του Τελ Αβίβ.
Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις για θέματα ασφαλείας, οι άνδρες με πολιτικά ρούχα και σακκίδια στην πλάτη γεμάτα με υποτιθέμενα εκρηκτικά εκινούντο στην πίστα του αεροδρομίου και «τοποθετούσαν» τα εκρηκτικά στα αεροσκάφη που είχαν σταθμεύσει με τον τρόπο που πιθανόν ήταν σταθμευμένα τα αεροσκάφη στο αεροδρόμιο της Βηρυτού.
Οι καταδρομείς κατέβαιναν από οχήματα τζιπ που προσομοίωναν τα ελικόπτερα και στην συνέχεια ασφάλιζαν την περιοχή.
Μια προπορευόμενη ομάδα έτρεχε στους στόχους και αφού καθόριζε σε ποιούς θα τοποθετηθούν εκρηκτικά ασφάλιζε την περιοχή, στην οποία έσπευδαν οι υπόλοιποι άνδρες του στοιχείου καταστροφών. Μόλις το στοιχείο καταστροφών δήλωνε πέρας του έργου του, οι άνδρες συγκεντρώνονταν στο σημείο απ’ όπου θα απεσύροντο.
Αυτή η συνεχής προάσκηση, παρ’ όλο που έγινε κάπως φανερά, ήταν επιβεβλημένη, για να εξοικειωθούν οι άνδρες με τον τρόπο ενεργείας μόλις τα ελικόπτερα θα τους αποβίβαζαν στο αεροδρόμιο και να επιτύχουν τον επιθυμητό χρόνο των 30 λεπτών στην ολοκλήρωση του έργου τους.
Μετά από 8 ώρες εξάσκησης, ο Εϊτάν που παρακολουθούσε συνεχώς και χρονομετρούσε τους ασκουμένους, δήλωσε στον Μπαρ-Λεβ ικανοποιημένος και πως οι άνδρες του ήσαν έτοιμοι.
Στις 20.00, στην αεροπορική βάση Ραμάτ Νταβίντ του βορείου Ισραήλ, ο Εϊτάν επιθεώρησε τους άνδρες και διέταξε να φορέσουν τον κόκκινο μπερέ με την… στολή εξόδου και τις μεταλλικές πτέρυγες του αλεξιπτωτιστή. Παρ’ όλο που τα πρόσωπά τους είχαν παραλλαχθεί και πάνω από τις στολές έφεραν πλήρη εξάρτυση μάχης, σακίδιο πλάτης και οπλισμό, ο Εϊτάν ήθελε οι άνδρες του να διακρίνονται καθαρά μέσα στο σκοτάδι και να αναγνωρίζονται ως στρατιώτες του ισραηλινού Στρατού. Με αυτόν τον τρόπο, θα έκαναν έντονη την παρουσία τους στους πολίτες και το προσωπικό του αεροδρομίου, προσδίδοντας και μια δραματική διάσταση στην επιδρομή.
Επίσης, λόγοι ασφαλείας επέβαλαν την απόκρυψη της πραγματικής ταυτότητας των ανδρών της Sayeret Mat’kal, ώστε να δοθεί η εντύπωση ότι η αποστολή εκτελέστηκε αποκλειστικά από αλεξιπτωτιστές. Τέλος, ως οπλισμό οι άνδρες έφεραν σοβιετικά τυφέκια AK-47 Kalashnikov, το «αγαπημένο» όπλο όλων των επιλέκτων δυνάμεων του ισραηλινού Στρατού, λόγω της εξαιρετικής αξιοπιστίας του.
Εν συντομία, ο Εϊτάν, αφού βεβαιώθηκε ότι ο καθένας γνώριζε τον ρόλο του στην αποστολή, υπενθύμισε τον πολιτικό σκοπό της ειδικής αυτής επιχείρησης και ευχήθηκε καλή τύχη. Καθώς τα ελικόπτερα ενεργοποιούσαν τους κινητήρες τους, οι καταδρομείς έκαναν έναν τελικό έλεγχο στον οπλισμό, τις εξαρτύσεις, τα πυρομαχικά και τα εκρηκτικά και αφού επιβιβάστηκαν στα 16 ελικόπτερα, απογειώθηκαν στις 20.37.
Πρώτα απογειώθηκαν 2 Bell 205 με τον ίδιο τον διοικητή της Μοίρας των ελικοπτέρων Αντισμήναρχο Κοέν, που μετέφεραν τον Ταξίαρχο Εϊτάν, καθώς και τους επικεφαλής της επιχείρησης.
Εκτέλεση
Τα ελικόπτερα, αφού πέταξαν σε μεγάλο ύψος, ώστε να προκαλέσουν την λιγότερη δυνατή προσοχή από το έδαφος, κατευθύνθηκαν βορειοδυτικά προς την Xάιφα όπου και ανεφοδιάστηκαν σε καύσιμα, προφανώς για να διαθέτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο απόθεμα καυσίμων.
Στην συνέχεια ανοίχτηκαν στον κόλπο της Χάιφας, οπότε, ευρισκόμενα πάνω από την θάλασσα και σε χαμηλό ύψος, έλαβαν βόρεια κατεύθυνση παράλληλη με τις ακτές του Λιβάνου, σε τόση απόσταση από αυτές ώστε να είναι δυνατή η πλοήγηση με την βοήθεια των φώτων της ακτής, αλλά ταυτόχρονα να αποκρύβεται ο θόρυβος των κινητήρων.
Τα ελικόπτερα πετούσαν χωρίς φώτα, όμως τα πληρώματα διατηρούσαν οπτική επαφή μεταξύ τους με την βοήθεια ειδικών πλακών από ραδιενεργό πλαστικό που είχαν επικολληθεί πάνω στα στροφεία, δημιουργώντας ένα φωτοστέφανο πάνω από το ελικόπτερο, το οποίο όμως ήταν ορατό μόνο σε μικρή απόσταση.
Μόλις εντοπίστηκαν τα φώτα της λιβανικής πρωτεύουσας, τα ελικόπτερα έστρεψαν ανατολικά, ώστε συμπληρώνοντας πλέον μία ώρα πτήσης να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο Βηρυτού.
Όμως, πέντε λεπτά πριν την προσγείωση δεν ήταν δυνατόν να επισημανθεί με ακρίβεια ο χώρος προσγείωσης, καθώς τα φώτα του αεροδρομίου ήσαν κλειστά όπως και τα φώτα στους αεροδιαδρόμους. Προς στιγμήν, οι επικεφαλής υπέθεσαν ότι τα σχέδια για την επιχείρηση είχαν διαρρεύσει στην άλλη πλευρά, όμως ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα τα φώτα άναψαν.
Πιθανόν επρόκειτο για μια γενική δοκιμή του συστήματος φωτισμού του αεροδρομίου. Η επίθεση πάντως είχε προγραμματιστεί να αρχίσει αφού είχε περάσει η ώρα της μεγάλης κυκλοφορίας στο αεροδρόμιο, όταν το τέρμιναλ των επιβατών θα ήταν όσο το δυνατόν άδειο.
Πρώτη προσγειώθηκε η ομάδα Ντίγκλι που δέχθηκε σποραδικά πυρά όπλων από διάφορες πλευρές, τα οποία όμως, ασυντόνιστα και άστοχα καθώς ήσαν, σίγησαν μετά από παρατεταμένες ριπές των ανδρών της Sayeret Mat’kal.
Το ένα από τα Super Frelon, φορτωμένο με επιπλέον ποσότητα καυσίμου, αποχώρησε προς την θάλασσα, όπου θα πετούσε σε κύκλους έτοιμο να απομακρύνει τυχόν τραυματίες. Σύμφωνα με το σχέδιο, κανένα ελικόπτερο δεν θα παρέμενε στην χώρο του αεροδρομίου, αλλά ορισμένα θα επέστρεφαν στο Ισραήλ και άλλα θα απεσύροντο ιπτάμενα σε κοντινή απόσταση έως ότου χρειαστεί η επέμβασή τους.
Έτσι το ρίσκο θα ήταν μικρότερο, καθώς αν περίμεναν προσγειωμένα το πέρας της τοποθέτησης των εκρηκτικών, υπήρχε κίνδυνος να καταστραφούν και να εγκλωβιστούν οι επιδρομείς στο εχθρικό έδαφος. Γρήγορα οι άνδρες ασφάλισαν την περιοχή του στόχου τους όπου ήταν σταθμευμένα τρία επιβατικά αεροσκάφη, σε καθένα από τα οποία τοποθετήθηκαν 5 κιλά εκρηκτικών στα καθορισμένα σημεία.
Την στιγμή που αποχωρούσαν τα πρώτα ελικόπτερα, ακουμπούσαν στο έδαφος τα ελικόπτερα των υπολοίπων δύο ομάδων. Το ίδιο συνέβη και με τα 2 Bell 205 που μετέφεραν τον Ταξίαρχο Εϊτάν και το επιτελείο του. Αν και αρχικά είχε σχεδιασθεί η προσγείωση των δύο ελικοπτέρων στην περιφέρεια του αεροδρομίου, την τελευταία στιγμή ο Εϊτάν, βλέποντας τον ανοιχτό χώρο στο κέντρο του αεροδρομίου, ζήτησε από τον Αντισμήναρχο Koέν να τον αφήσει εκεί για να εγκαταστήσει τον προσωρινό σταθμό διοικήσεως.
Στο σημείο αυτό βρισκόταν το κτίριο της πυροσβεστικής υπηρεσίας του αεροδρομίου και οι εγκαταστάσεις της Ερυθράς Ημισελήνου, απ’ όπου υπήρχε απεριόριστη θέα στον κυρίως χώρο στάθμευσης των περισσοτέρων αεροσκαφών. Οι Ισραηλινοί επέτρεψαν στο προσωπικό των κτιρίων να αποσυρθεί στον δεύτερο όροφο, απ’ όπου παρακολούθησαν τους επιδρομείς να καταστρέφουν τα δύο πυροσβεστικά οχήματα του διεθνούς αεροδρομίου της Βηρυτού.
Ενώ το ένα ελικόπτερο αποχωρούσε στο Ισραήλ, αυτό του Αντισμηνάρχου Κοέν, αφού αποβίβασε τον Εϊτάν και την συνοδεία του, σηκώθηκε για να συνεχίσει την αποστολή του, να αποκόψει δηλαδή το αεροδρόμιο από την πρωτεύουσα, μπλοκάροντας την μόνη οδική αρτηρία που εχρησιμοποιείτο γι’ αυτόν τον σκοπό.
Ταυτόχρονα, η λωρίδα του δρόμου προς την κατεύθυνση της πόλης θα παρέμενε ανοικτή, ώστε να διευκολυνθεί η έξοδος. Εξαιτίας αυτής της ειδικής αποστολής, το Bell 205 ήταν ιδιαίτερα φορτωμένο καθώς έφερε ένα πολυβόλο MAG 58 των 7,62 χλστ., ένα βαρύ πολυβόλο των 12,7 χλστ., καπνογόνα, σάκους με καρφιά και ειδικά έλαια που θα διεσπείροντο στον δρόμο ώστε να δημιουργηθεί μποτιλιάρισμα. Πράγματι, οι οδηγοί που επιχείρησαν να διασχίσουν τον δρόμο σε εκείνο το σημείο έχασαν τον έλεγχο των οχημάτων τους με αποτέλεσμα να βγουν εκτός δρόμου και να σημειωθούν πολλαπλές καραμπόλες. Σε μια νέα διέλευση πάνω από το σημείο εκείνο, ο Κοέν αντίκρισε ασθενοφόρα και οχήματα της πυροσβεστικής που έσπευδαν στο αεροδρόμιο, τα οποία βλέποντας κλειστή την λωρίδα που οδηγούσε σ’ αυτό, πέρασαν το διαχωριστικό διάζωμα και μπήκαν στο αντίθετο ρεύμα.
Αφήνοντας νέους σάκους με καρφιά και έλαια να πέσουν από το ελικόπτερο, ο Κοέν κατάφερε να δημιουργήσει σε λίγα δευτερόλεπτα ένα καινούργιο κυκλοφοριακό χάος και προς την κατεύθυνση της πόλης της Βηρυτού. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, εκτοξεύτηκαν συνολικά 95 καπνογόνα για να δημιουργήσουν σύγχυση στην κυκλοφορία επί της λεωφόρου και χτυπήθηκαν ακόμη και τα φώτα στην άκρη του οδοστρώματος, ενώ αναφέρεται ακόμη και η εκτόξευση αντιαρματικών οπλοβομβίδων για να αποθαρρύνουν την προσέγγιση των πυροσβεστικών οχημάτων και των ασθενοφόρων.
Την ίδια στιγμή, από το δίκτυο επικοινωνιών που είχε ενεργοποιηθεί ακουγόταν η αναφορά και των υπολοίπων ελικοπτέρων, που διαγράφοντας κύκλους πάνω από την θάλασσα περίμεναν να επέμβουν εάν απαιτείτο.
Στο μεταξύ, η ομάδα Γιάιρι συνάντησε και την μεγαλύτερη συγκέντρωση επιβατικών αεροσκαφών σε τρεις ομάδες ανεπτυγμένες στον στρατιωτικό τομέα του αεροδρομίου. Παρά την προχωρημένη ώρα, στο αεροδρόμιο υπήρχαν σύμφωνα με εκτιμήσεις την στιγμή εκείνη περίπου 1.000 άτομα που προσέδιδαν μια έντονη κινητικότητα, πληρώματα εδάφους, μηχανικοί και αρκετοί επιβάτες, οι οποίοι παρακολουθούσαν με δέος τους καταδρομείς να τριγυρίζουν ανάμεσα στα αεροσκάφη και να τοποθετούν εκρηκτικά.
Βλέποντας τα ελικόπτερα να προσγειώνονται και άλλα να αιωρούνται πάνω από το αεροδρόμιο και αρχίζοντας να υποψιάζονται ότι κάποια στρατιωτική δραστηριότητα εξετυλίσσετο, έσπευσαν να εκκενώσουν τον χώρο. Το σκηνικό αυτό ήταν ιδιαίτερα δραματικό για τους άνδρες στον πύργο ελέγχου, που πανικοβλήθηκαν από το θέαμα των αποβιβαζομένων από τα ελικόπτερα καταδρομέων.
Η μόνη αντίσταση που συνάντησε η ομάδα Γιάιρι ήταν ένα περιπολικό της αστυνομίας που προσέγγισε, το οποίο όμως απομακρύνθηκε μετά από παρατεταμένες ριπές στον αέρα. Τελικά, αφού οι τεχνικοί των αεροσκαφών διατάχθηκαν στα αραβικά να φύγουν από τα αεροπλάνα, οι Ισραηλινοί εξέτασαν αν αυτά ήσαν άδεια και τοποθέτησαν εκρηκτικά σε οκτώ από αυτά.
Η ομάδα Νέγκμπι συνάντησε τρία αεροσκάφη, εκ των οποίων το ένα βρισκόταν μέσα σε υπόστεγο. Ένας καταστροφέας έσπευσε να υπονομεύσει το αεροσκάφος παρόλο που μία ομάδα εργατών βρισκόταν ακόμη μέσα στο υπόστεγο, αν και είχαν ειδοποιηθεί να εγκαταλείψουν το μέρος.
Μετά από παρέλευση ακριβώς 29 λεπτών, οι ομάδες ανέφεραν ετοιμότητα και ένα μπαράζ εκρήξεων συγκλόνισε το αεροδρόμιο, ενώ δευτερεύουσες εκρήξεις λόγω της ανάφλεξης των καυσίμων δημιούργησαν μια πύρινη κόλαση. Ταυτόχρονα, οι καταδρομείς έσπευδαν στους προκαθορισμένους χώρους συγκεντρώσεως, όπου θα ανέμεναν τα ελικόπτερα για την επιστροφή.
Την στιγμή εκείνη ο Αντισμήναρχος Κοέν, πετώντας σε ύψος 165 μέτρων για να αποφύγει τυχόν θραύσματα από τις εκρήξεις, μέτρησε 13 φλεγόμενα αεροσκάφη και έδωσε μια σύντομη αναφορά στον διοικητή του Κλάδου Επιχειρήσεων της ισραηλινής Αεροπορίας.
Παρατήρησε επίσης διάφορα τεθωρακισμένα οχήματα να προσεγγίζουν το αεροδρόμιο από έναν χωματόδρομο. Αμέσως διέταξε τον πολυβολητή να πλήξει τα οχήματα με το MAG, αλλά οι ριπές που έπεσαν μπροστά από τα οχήματα δεν τα σταμάτησαν. Ο Ταξίαρχος Εϊτάν συντόνιζε τα ελικόπτερα, καθώς ο πρώτος σχηματισμός προσγειωνόταν, και αφού παρέλαβε τους καταδρομείς απογειώθηκε δίνοντας την θέση του στον δεύτερο σχηματισμό. Μόλις και αυτά τα ελικόπτερα προσγειώθηκαν, το πρώτο όχημα της φάλαγγας έμπαινε στον χώρο του αεροδρομίου.
Το ελικόπτερο του Κοέν έκανε άλλον ένα γύρο και αυτήν την φορά έπληξε το όχημα με το βαρύ πολυβόλο των 12,7 χλστ., σταματώντας το οριστικά.
Μέσα στα επόμενα 5 λεπτά, το ελικόπτερο του Κοέν, αφού καθυστέρησε εξαιτίας ενός αξιωματικού που έσπευσε να μαζέψει ένα μεταλλικό κομμάτι αεροσκάφους για ενθύμιο, είχε περισυλλέξει τον Εϊτάν και το προσωπικό του σταθμού διοίκησης και απογειωνόταν με τα τελευταία Super Frelon.
Το Bell 205 έκανε έναν τελευταίο γύρο πάνω από την φλεγόμενη πίστα του αεροδρομίου και οι επιβάτες του διέκριναν εκατοντάδες κόσμου στην άκρη του αυτοκινητοδρόμου να παρακολουθούν τις τεράστιες πυρκαγιές που είχαν εκδηλωθεί. Αφού τα ελικόπτερα κατευθύνθηκαν προς την θάλασσα, έλαβαν πορεία προς το νότο και επέστρεψαν από το ίδιο δρομολόγιο που είχαν διεισδύσει.
Απολογισμός
Στην επιστροφή, μόλις προσγειώθηκαν τα ελικόπτερα, ο στρατηγός Μπαρ Λεβ και ο υπουργός Άμυνας Μοσέ Νταγιάν άκουσαν τον Εϊτάν να τους ενημερώνει για τα αποτελέσματα. Συνολικά 13 αεροσκάφη είχαν καταστραφεί, εκ των οποίων στο ένα είχαν τοποθετηθεί εκρηκτικά μόνο στο ρύγχος, ώστε να μην προκληθούν ζημιές σε ένα παρακείμενο αεροσκάφος της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
Το 14ο αεροσκάφος στο οποίο τοποθετήθηκαν εκρηκτικά ήταν ένα ελικοφόρο μέσα σε υπόστεγο, όπου κατά έναν ευτυχή τρόπο δεν ενεργοποιήθηκαν τα εκρηκτικά και έτσι απεφεύχθη η απώλεια ανθρώπων που ευρίσκοντο μέσα στον χώρο.
Τα μόνα που επέζησαν από τον στόλο του λιβανικού εθνικού αερομεταφορέα ήσαν 4 αεροσκάφη τα οποία την στιγμή της επιθέσεως εκτελούσαν δρομολόγια. Ενώ ο Μοσέ Νταγιάν παρουσιαζόταν σκεπτικός και σιωπηλός, ο στρατηγός Μπαρ Λεβ εξέφραζε την απόλυτη ικανοποίησή του στον Εϊτάν για την επιτυχή εκτέλεση της επιχείρησης.
Ξαφνικά ο Μοσέ Νταγιάν ξέσπασε σε κατηγορίες εναντίον του Εϊτάν για την μη καταστροφή όλου του αεροδρομίου της Βηρυτού! Αν και πάντοτε οι σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών ήταν τεταμένες, η κατηγορία αυτή υπερέβαινε τα όρια, καθώς ο Ταξίαρχος εκτέλεσε κατά γράμμα την αποστολή, ενώ διαταγή περί καταστροφής των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου απλά δεν του είχε δοθεί.
Τελικά, με την επέμβαση του Μπαρ Λεβ, ο οποίος υποστήριξε τον Εϊτάν, το θέμα έληξε.
Δυσαρεστημένος, έως εξοργισμένος, εμφανίστηκε και ο πρωθυπουργός Εσκόλ, καθώς η αρχική του εντύπωση ήταν ότι η καταστροφή θα περιορίζετο σε μικρό σχετικά αριθμό αεροσκαφών. Το παρήγορο γι’ αυτόν ήταν ότι και από τις δύο πλευρές δεν σημειώθηκαν θύματα ούτε καν ένας τραυματισμός.
Στις 23.00, ο εκπρόσωπος των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων ανακοίνωνε από το ραδιόφωνο του Ισραηλινού Στρατού μια καταδρομική επιχείρηση με στόχο το διεθνές αεροδρόμιο της Βηρυτού. «Η επιδρομή είχε σκοπό να δώσει ένα σκληρό μάθημα στους συμμάχους και υποστηρικτές της διεθνούς τρομοκρατίας. Αρκετά αραβικά επιβατικά αεροσκάφη καταστράφηκαν στην επιχείρηση και δεν αναφέρθηκαν απώλειες από τις δυνάμεις μας».
Η επιχείρηση των ισραηλινών δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων έλαβε μεγάλες, ακόμη και φανταστικές διαστάσεις στον αραβικό και ιδιαίτερα τον λιβανικό Τύπο, σε βαθμό ώστε να γραφτεί ότι ο Ταξίαρχος Εϊτάν, μόλις προσγειώθηκε το ελικόπτερό του, κατευθύνθηκε προς την καντίνα του αεροδρομίου και πληρώνοντας σε ισραηλινά χρήματα παρήγγειλε ένα αναψυκτικό, ενώ άλλες πιο προχωρημένες φήμες έφεραν τον Ταξίαρχο να ενημερώνει τον Λιβανέζο μπάρμαν για την αποστολή και να του εύχεται να χρησιμοποιήσει κάποια μέρα τα ισραηλινά χρήματα με τα οποία τον πλήρωσε, στην Ιερουσαλήμ!
Συμπεράσματα
Η ανορθόδοξη σκέψη δράσης του ΛΜΑΠ για άρση του αδιεξόδου που αντιμετώπιζε βασίστηκε σε μια εξαιρετικά προσεκτική σχεδίαση και εκπαίδευση των ανδρών που θα έφεραν σε πέρας τις αποστολές. Ενδεικτικά, αναφέρεται η εξοικείωση των αεροπειρατών με την ναυσιπλοΐα και τον χειρισμό επιβατικών τζετ!
Οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις, με τον ίδιο ή και μεγαλύτερο βαθμό φαντασίας, άρχισαν αμέσως να εξετάζουν τρόπους δυναμικής λύσης στο πρόβλημα και εντύπωση προκαλεί ότι ανέφεραν ετοιμότητα βάσει σχεδίου για μια επιχείρηση, ακόμη και στην Αλγερία. Μετά την συνέχιση της πλήξης στόχων της EL AL και η πολιτική ηγεσία, πλέον, εξέταζε σοβαρά μια δυναμική λύση.
Στο σημείο αυτό και αφού αναλύθηκε ποικιλία εναλλακτικών τρόπων δράσης, που προσέφερε η στρατιωτική ηγεσία, επισημάνθηκε ορθά η σχέση με τον εθνικό αερομεταφορέα και η κρίσιμη ανάμειξη του Λιβάνου, οπότε και στα πλαίσια του «Ισοδύναμου Τετελεσμένου» αποφασίστηκε ότι τα πλήγματα θα εστρέφοντο στο ίδιο επίπεδο.
Το Ισραήλ ευτύχησε να έχει στην διάθεσή του την δεδομένη περίοδο (κι όχι μόνο) το σύνολο των εγγυητικών παραγόντων για την επιτυχή έκβαση της Επιχείρησης «Δώρο»: ικανούς ηγέτες σε όλη την στρατιωτική κλίμακα, από τους αξιωματικούς στον κλάδο επιχειρήσεων για την σύλληψη της ιδέας, την αποδοχή αυτής της επιχείρησης από τον στρατηγό Μπαρ-Λεβ, την ανάληψη της αποστολής από τον Ταξίαρχο Εϊτάν, την συλλογή πληροφοριών από όλες τις υπηρεσίες (Shin Bet, A’man, Μοssad), την εκτέλεση της αποστολής από τα στελέχη της Αεροπορίας και του Στρατού, το κατάλληλο σχήμα για μια τέτοια προσπάθεια, τις δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων Sayeret Mat’kal και Sayeret Tzanhanim και τέλος τα απαραίτητα μέσα μεταφοράς.
Αποδείχθηκε, επίσης, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και ετοιμότητας των κληρωτών αλεξιπτωτιστών της Sayeret Tzanhanim, οι οποίοι έφεραν σε πέρας την αποστολή, όπως ακριβώς και οι επαγγελματίες της Sayeret Mat’ kal. Κάτι τέτοιο απλά θεωρείται αδιανόητο για άλλους στρατούς που θα δίσταζαν να την χρησιμοποιήσουν.
Η επιχείρηση ανελήφθη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της ταχύτητας και της απλότητας. Παρ’ όλα αυτά, εξετάστηκαν όλα τα ενδεχόμενα και παρασχέθηκε αεροπορική κάλυψη, ευρεία δυνατότητα αερομεταφοράς από μεταγωγικά αεροσκάφη ή εναλλακτικά θαλάσσια μέσα και βέβαια το εναέριο στοιχείο αποκοπής, με την πρωτότυπη χρήση εκτός των πολυβόλων, των καπνογόνων, των καρφιών και των λαδιών στις οδικές αρτηρίες.
Δεν παρελείφθη, βέβαια, και η προάσκηση για την ταχύτατη δράση των ανδρών στον χώρο της επιχείρησης. Επίσης, άξια λόγου είναι η χαμηλή, πάνω από την θάλασσα και δίχως φωτισμό πτήση, τόσο των SA-341K όσο και των Bell 205, που κατέδειξε την απόλυτη επιχειρησιακή εκμετάλλευση που είχαν επιτύχει τα πληρώματα των ελικοπτέρων, τα οποία ας σημειωθεί είχαν πείρα λίγων σχετικά πτήσεων με τα νεοπαραληφθέντα αυτά ελικόπτερα.
Παρ’ όλα αυτά, η απόδοσή τους ήταν η καλύτερη δυνατή και εύλογη είναι η σύγκριση για άλλους χρήστες των ελικοπτέρων Bell 205 και της εκμετάλλευσης που επιτυγχάνουν στο υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται για πάνω από 20 έτη!
Προσπάθεια καταβλήθηκε και για να αποφευχθεί η δημοσιοποίηση της συμμετοχής της πλέον επίλεκτης μονάδας ειδικών επιχειρήσεων που διέθετε το Γενικό Επιτελείο, της Sayeret Mat’kal, καθώς ήταν αντιληπτή η κρισιμότητα της υπάρξεώς της. Η προβολή της μονάδος αυτής έγινε πολύ αργότερα και κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
Άμεσα μπορεί κανείς να συγκρίνει την πρακτική αυτή με την αλόγιστη αποκάλυψη σε άλλες χώρες των κρυφών τους χαρτιών, από την πολιτική αλλά και την στρατιωτική ηγεσία, μόνο και μόνο για να προβάλουν κάποιοι τον εαυτό τους επιδεικνύοντας επιτελεσθέν έργο, εκμεταλλευόμενοι τους κόπους και τον ιδρώτα άλλων.
To επεισόδιο μεταξύ Νταγιάν και Εϊτάν είναι χρήσιμο, από την στιγμή που καταδεικνύει τι είναι δυνατόν να προκαλέσει η ανάμειξη των διαπροσωπικών σχέσεων και αισθημάτων των πρωταγωνιστών σε μια τέτοια υπόθεση. Την στιγμή που δεν υπήρχε θέμα, ο υπουργός Άμυνας προσπάθησε να δημιουργήσει, παρ’ όλο που εξαιτίας της στρατιωτικής του προέλευσης είχε επίγνωση των καταστάσεων.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η «τρωτότητα» των στρατιωτικών έναντι των πολιτικών τους προϊσταμένων και η αδυναμία υπεράσπισής τους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο στρατηγός Μπαρ-Λεβ υπερασπίστηκε άμεσα το δίκαιο του συναδέλφου του Ταξιάρχου Εϊτάν.
Σε άλλες χώρες, σε άλλες εποχές, η σθεναρή υπεράσπιση από την ανώτατη στρατιωτική αρχή, γενικά των Ενόπλων Δυνάμεων, αποδείχθηκε μοιραία και οδήγησε στην αποστρατεία της. Όμως και ο ανώτερος πολιτικός άρχων, ο πρωθυπουργός, φάνηκε να δυσανασχετεί από το αποτέλεσμα της επιχείρησης, την στιγμή που αυτή ήταν απόλυτα επιτυχής, με μόνο «κακό» ότι ξεπέρασε τις… προσδοκίες. Κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι δυνατό να αντιληφθεί κανείς τι θα συνέβαινε αν η αποστολή είχε αποτύχει, έστω και μερικώς.
Συνοπτικά πρέπει να τονιστεί ότι η επιτυχία της Επιχείρησης «Δώρο» οφείλεται στην ύπαρξη έγκαιρης μελέτης και κατάρτισης εναλλακτικών ρεαλιστικών σχεδίων από την ισραηλινή στρατιωτική ηγεσία, αλλά και την αποδοχή τους από τους πολιτικούς. Η άμεση ενεργοποίηση αυτών των σχεδίων με την πρώτη εκδήλωση της εχθρικής δράσης στα πλαίσια του «Ισοδύναμου Τετελεσμένου» συνέτεινε στην αποστέρηση από τον αντίπαλο του όπλου, το οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει για δράση.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Ισραήλ, σε αυτήν αλλά και σε άλλες περισσότερο απαιτητικές επιχειρήσεις, κατάφερε να ανταποκριθεί πλήρως, δίχως μάλιστα στην οργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεών του να υφίσταται κάποιος μηχανισμός τύπου «δύναμης ταχείας αντίδρασης».
Όλες αυτές οι επιχειρήσεις έχουν βασισθεί απλά σε μια άριστη ικανότητα διεξαγωγής διακλαδικών επιχειρήσεων και στην ευρεία παροχή υποστήριξης πληροφοριών, σε συνδυασμό με την ευρύτητα πνεύματος που διακρίνει την στρατιωτική ηγεσία και επηρεάζει καθοριστικά και τα υφιστάμενα στελέχη.
Η σημαντικότερη, όμως, αντίδραση από το εξωτερικό ήρθε από την πλευρά της Γαλλίας.
Ήδη τον Ιούνιο του 1967 το Ισραήλ είχε αγνοήσει την προειδοποίηση του Παρισιού για την μη έναρξη ενός πολέμου. Δυσαρεστημένος ο Ντε Γκολ από την χρήση των γαλλικών ελικοπτέρων Super Frelon για την μεταφορά των καταδρομέων, ανακοίνωσε ένα οριστικό εμπάργκο όπλων στο Ισραήλ, μπλοκάροντας έτσι την μεταφορά σημαντικών συστημάτων που είχαν ήδη παραγγελθεί, όπως τα μαχητικά Mirage VJ, επιπλέον ελικόπτερα SA-341K Super Frelon και πυραυλάκατοι Sa’ar.
Πέρα, όμως, από τις όποιες αντιδράσεις, γεγονός είναι ότι η Επιχείρηση «Δώρο» πέτυχε απόλυτα τον σκοπό της, αφού έκτοτε καμία αεροπειρατεία ή άλλη ενόχληση δεν σημειώθηκε στα αεροσκάφη της EL AL.
Φωτογραφία από Kim Shaftner από το Pixabay